της Αννίτας Λουδάρου
Περπατάνε στην εξαντλημένη πόλη κι εκείνη στέκει ακίνητη. Μια πόλη πιο ακίνητη από ποτέ, όμοια με σκηνικό ενός θεατρικού όπου οι πρωταγωνιστές φορούν ωτοασπίδες στα αυτιά και βαμβάκια στα μάτια. Περπατούν στο κέντρο του σκηνικού σε δρόμους που μυρίζουν ξεραμένο κάτουρο. Περνούν μπροστά από τοίχους που ξεφλουδίζουν πολύχρωμα χαρτιά αναγγελίας συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων, φροντιστηρίων, κηδειών. Στις γωνίες των στοών, πάνω σε βρώμικα, μαρμάρινα σκαλάκια τεράστιοι μεταξοσκώλικες φτιαγμένοι από αδιάβροχο ύφασμα και βαμβάκι διατηρούνται στα όρια της επιβίωσης.
Οι περαστικοί με τις ωτοασπίδες και τα βαμβάκια στα μάτια ρολάρουν πάνω σε μαλακές στιγμές. Ο ήχος που φθάνει στα αυτιά τους μοιάζει να φθάνει από πολύ μακριά, από κάποιο άγνωστο βυθό. Ο πόνος του συνανθρώπου, το ζάρωμα από το κρύο, το μελάνιασμα, το χάος, η απουσία, η βρώμα, το κλάμα, το ουρλιαχτό είναι μια εκδορά στην ακοή. Ποιος άραγε ευθύνεται για κάτι τέτοιο; Ας διακινδυνέψουμε μια απάντηση. Είναι η χρήση όλων αυτών των μέσων του βουλώματος. Η χρήση των υψηλής ποιότητας ωτοασπίδων και του βαμβακιού που κλείνουν κάθε είσοδο της θέασης του βυθού. Η διαβρωτική αμηχανία του ανθρώπου μπροστά στην σιωπή. Ένα μπουκάλι βουλωμένο με αφρώδες υλικό που ταξιδεύει ακυβέρνητο στον ωκεανό με το μήνυμα της διάσωσης βιαστικά γραμμένο στον εαυτό του.
Τα χρώματα των φαναριών αλλάζουν νύχτα μέρα, οι διαβάτες διασχίζουν το δρόμο και περνούν απέναντι. Τα κλειστά μαγαζιά, οι άδειοι δρόμοι το βράδυ, τα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας εμπορικά, η εξαναγκασμένη απουσία των φίλων που μετοίκησαν είναι τα προσωρινά ερείπια του πραγματικού χρόνου. Οι αποστάσεις γίνονται ευθείες και δεν υπάρχουν διαδρομές, ενδιάμεσα τοπία, προσωρινές παύσεις. Μια ολόκληρη πόλη εκτεθειμένη στην αδράνεια περιμένει στην στάση του λεωφορείου χωρίς εισητήριο ενώ έχει ήδη αργήσει.
Οι περαστικοί με τις ωτοασπίδες και τα βαμβάκια στα μάτια περπατούν ακούγοντας μονάχα τον δικό τους καρδιακό παλμό. Αναγνωρίζουν μονάχα την δική τους ύπαρξη στο κάθε χτύπο. Αδιαφορούν για τους χτύπους γύρω. Ξέρουν μονάχα την δική τους αρτηριακή πίεση και αδικία Είναι άνθρωποι που περπατούν και την ίδια ώρα που υπάρχουν, λείπουν. Και όταν λείπουν οι άνθρωποι, λείπουν τα αυτονόητα.
Κάποια περιστέρια, κάποιοι ξεχασμένοι συναγερμοί, το γάβγισμα κάποιου σκύλου μακριά, τα τζιτζίκια το καλοκαίρι, οι σειρήνες του ασθενοφόρου, τα βιαστικά τακουνάκια στο πεζοδρόμιο, όλοι αυτοί οι δίχως βλέφαρα ήχοι δίνουν μια ξεχασμένη γεύση υποβρυχίου βανίλιας στο βυθό της σιωπής. Ο μακρινός ήχος βουτάει και εμφανίζει την πιο μέσα σιωπή. Αυτή που όταν την βυθομετρήσουμε αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ό,τι συμβαίνει γύρω μας.
πηγή: http://ann-lou.blogspot.com/
Περπατάνε στην εξαντλημένη πόλη κι εκείνη στέκει ακίνητη. Μια πόλη πιο ακίνητη από ποτέ, όμοια με σκηνικό ενός θεατρικού όπου οι πρωταγωνιστές φορούν ωτοασπίδες στα αυτιά και βαμβάκια στα μάτια. Περπατούν στο κέντρο του σκηνικού σε δρόμους που μυρίζουν ξεραμένο κάτουρο. Περνούν μπροστά από τοίχους που ξεφλουδίζουν πολύχρωμα χαρτιά αναγγελίας συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων, φροντιστηρίων, κηδειών. Στις γωνίες των στοών, πάνω σε βρώμικα, μαρμάρινα σκαλάκια τεράστιοι μεταξοσκώλικες φτιαγμένοι από αδιάβροχο ύφασμα και βαμβάκι διατηρούνται στα όρια της επιβίωσης.
Οι περαστικοί με τις ωτοασπίδες και τα βαμβάκια στα μάτια ρολάρουν πάνω σε μαλακές στιγμές. Ο ήχος που φθάνει στα αυτιά τους μοιάζει να φθάνει από πολύ μακριά, από κάποιο άγνωστο βυθό. Ο πόνος του συνανθρώπου, το ζάρωμα από το κρύο, το μελάνιασμα, το χάος, η απουσία, η βρώμα, το κλάμα, το ουρλιαχτό είναι μια εκδορά στην ακοή. Ποιος άραγε ευθύνεται για κάτι τέτοιο; Ας διακινδυνέψουμε μια απάντηση. Είναι η χρήση όλων αυτών των μέσων του βουλώματος. Η χρήση των υψηλής ποιότητας ωτοασπίδων και του βαμβακιού που κλείνουν κάθε είσοδο της θέασης του βυθού. Η διαβρωτική αμηχανία του ανθρώπου μπροστά στην σιωπή. Ένα μπουκάλι βουλωμένο με αφρώδες υλικό που ταξιδεύει ακυβέρνητο στον ωκεανό με το μήνυμα της διάσωσης βιαστικά γραμμένο στον εαυτό του.
Τα χρώματα των φαναριών αλλάζουν νύχτα μέρα, οι διαβάτες διασχίζουν το δρόμο και περνούν απέναντι. Τα κλειστά μαγαζιά, οι άδειοι δρόμοι το βράδυ, τα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας εμπορικά, η εξαναγκασμένη απουσία των φίλων που μετοίκησαν είναι τα προσωρινά ερείπια του πραγματικού χρόνου. Οι αποστάσεις γίνονται ευθείες και δεν υπάρχουν διαδρομές, ενδιάμεσα τοπία, προσωρινές παύσεις. Μια ολόκληρη πόλη εκτεθειμένη στην αδράνεια περιμένει στην στάση του λεωφορείου χωρίς εισητήριο ενώ έχει ήδη αργήσει.
Οι περαστικοί με τις ωτοασπίδες και τα βαμβάκια στα μάτια περπατούν ακούγοντας μονάχα τον δικό τους καρδιακό παλμό. Αναγνωρίζουν μονάχα την δική τους ύπαρξη στο κάθε χτύπο. Αδιαφορούν για τους χτύπους γύρω. Ξέρουν μονάχα την δική τους αρτηριακή πίεση και αδικία Είναι άνθρωποι που περπατούν και την ίδια ώρα που υπάρχουν, λείπουν. Και όταν λείπουν οι άνθρωποι, λείπουν τα αυτονόητα.
Κάποια περιστέρια, κάποιοι ξεχασμένοι συναγερμοί, το γάβγισμα κάποιου σκύλου μακριά, τα τζιτζίκια το καλοκαίρι, οι σειρήνες του ασθενοφόρου, τα βιαστικά τακουνάκια στο πεζοδρόμιο, όλοι αυτοί οι δίχως βλέφαρα ήχοι δίνουν μια ξεχασμένη γεύση υποβρυχίου βανίλιας στο βυθό της σιωπής. Ο μακρινός ήχος βουτάει και εμφανίζει την πιο μέσα σιωπή. Αυτή που όταν την βυθομετρήσουμε αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ό,τι συμβαίνει γύρω μας.
πηγή: http://ann-lou.blogspot.com/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου