του Γεράσιμου Χολέβα
Αλήθεια, πόσοι από τους υμνητές του Θεοδωράκη, μετά την ομιλία του στο Σύνταγμα, μπορούν να δουν σε αυτόν τον στίχο το δάκρυ που είναι τόσο καυτό, διότι κουβαλάει το φλεγόμενο νήμα της ιστορίας των ανθρώπων;
Αλήθεια, πόσοι από τους υμνητές του Θεοδωράκη, μετά την ομιλία του στο Σύνταγμα, μπορούν να δουν σε αυτόν τον στίχο το δάκρυ που είναι τόσο καυτό, διότι κουβαλάει το φλεγόμενο νήμα της ιστορίας των ανθρώπων;
Αλήθεια, πόσοι από τους λαλίστατους, από χθες, δημόσιους υμνητές του Θεοδωράκη – ακροδεξιοί πολιτικάντηδες, νοικοκυραίοι της «ενημέρωσης», κάτι σκόρπιοι πεθαμένοι χουνταίοι που αναστήθηκαν, ναζί και κρυφοφασισταριά – αντιλαμβάνονται έστω κι ένα γράμμα από τον μελοποιημένο στίχο του Αναγνωστάκη;
Όσες φορές και να βάλουν στα ηχεία τους τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου οι στίχοι και η μελωδία θα δραπετεύουν, φτύνοντας στα μούτρα το άταφο κουφάρι του παλιού που εμφανίζεται στο παζάρι του πατριδεμπορίου σαν νέο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, χθες, επέτρεψε το μεγαλειώδες έργο του να γίνει περιτύλιγμα για τις ακαθαρσίες του αλυτρωτισμού, του εθνικισμού και του φασισμού.
Ναι, έτσι είναι. Σωπάστε λίγο, πατριώτες του συλλαλητηρίου. Δεν φοβόμαστε το πλήθος σας. Τα πλήθη έχουν μεγαλουργήσει, αυτά κινούν, άλλωστε, την Ιστορία. Τα πλήθη, όμως, έχουν καταδικάσει την ανθρωπότητα και στον κίνδυνο του αφανισμού. Πότε; Όταν το πλήθος δεν κοιτάζει το πλήθος αλλά βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος για να προστατέψει το τομάρι του.
Να σου πω κάτι πατριώτη του συλλαλητηρίου; Εάν τα κάνεις όλα γιατί αγαπάς την πατρίδα σου, τότε δεν θα ανεχόσουν ούτε μια στιγμή, λίγο παραπέρα από σένα, να κορδώνονται τα φασισταριά και οι ναζί. Θα τους πέταγες πριν πατήσουν το πόδι τους, γιατί, πατριώτη του συλλαλητηρίου, αυτό που εκπροσωπούν πάτησε στο κεφάλι την πατρίδα. Μήπως δεν το γνωρίζεις; Τους κοίταξες; Εκεί, λίγο πιο δίπλα από σένα ήταν. Δεν είδες πως στις φάτσες τους φαίνονται οι σβάστικες και τα πουλιά της χούντας;
Όταν γύρισες στο σπίτι έβαλες μήπως τους στίχους του Ρίτσου μελοποιημένους από τον Θεοδωράκη;
«Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο».
Όχι, ε;… Εμείς τους βάλαμε και τους ακούσαμε… χιλιάδες φορές από εκείνη τη στιγμή που παίχτηκαν στο συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Και πού ‘σαι; Δεν εννοούμε πως το έργο του Θεοδωράκη έπαιζε χιλιάδες φορές, μπορεί να μην ακούστηκε ούτε μια φορά ως ήχος! Δεν κατάλαβες. Ε; Λογικό…
Έχεις διαβάσει εκείνους τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη; Για θυμήσου:
«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων / εμείς καθόμασταν τα βράδια /και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου / Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας».
Κάπως έτσι είναι και τα τραγούδια στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη, με τους στίχους των μεγάλων μας ποιητών, «ματωμένα πουκάμισα σκοτωμένων» που έγιναν ζωγραφιές «από την αυριανή ευτυχία του κόσμου».
Είναι και ο λόγος που το μουσικό έργο του Μίκη που έντυσε τους στίχους των ποιητών δεν πέθανε χτες, γιατί είναι πια κοινωνική και πολιτισμική περιουσία αγώνων, χθεσινών και αυριανών.
Είναι σαν το χώμα που «δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει». Ούτε ο ίδιος ο κύριος Μίκης Θεοδωράκης.
Υ.Γ: Η ζωή συνεχίζεται, «…κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες».
http://www.imerodromos.gr/kratontas-mia-spitha-tremosvisti-stis-ygres-mou-palames-tou-gerasimou-xoleva/
http://www.imerodromos.gr/kratontas-mia-spitha-tremosvisti-stis-ygres-mou-palames-tou-gerasimou-xoleva/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου