Κι όμως Χρόνη, εσύ μας τα είπες νωρίς…

"Πώς να κάνεις επανάσταση με μηχανάκια ρε φίλε; Η φαντασία; Το όνειρο; Πώς να πεθάνεις; Ο επαναστάτης είναι πουλί, αητός, ερωτευμένος με το φως, με τα λουλούδια, τις γυναίκες, το κρασί, με την αταξία…»
Ο έρωτας πανταχού παρών. Δε νομίζω πως σκέφτηκε έστω μια φορά χωρίς συναίσθημα. Μα πώς να το κάνει εξάλλου; Όταν στα δεκαεφτά του είχε ήδη καταδικασθεί σε θάνατο για τα πιστεύω του, όταν η σκληρή κομματική λογική των δικών του τον είχε παραμερίσει πάλι για τα πιστεύω του, δεν υπήρχε άλλος τρόπος απ’ το να δει τον κόσμο ερωτικά. Όπως όφειλε να είναι. Στην κάθε στιγμή να αποτίει φόρο τιμής για την ύπαρξή της. Στο κάθε ποτήρι κρασί που πίνει να σκέφτεται και το σταφύλι και το αμπέλι και τη βροχή και τον Διόνυσο και τη Δήμητρα και το κάθε κορίτσι που μπορεί να φιλήσει και να ‘χει τη γεύση του ξινόμαυρου στη γλώσσα της. Κι όταν μιλάει για την επανάσταση… ε, τότε είναι που γίνεται όλος μέλι και ζαχαρωμένες φράουλες. Κι εκεί επιρρίπτει τις ευθύνες στην αποτυχία των επαναστατικών κοινωνικών κινημάτων: στην ψυχρή λογική και οπτική των συμμετεχόντων σε αυτά. Στην αντικατάσταση του έρωτα, του ονείρου, της φαντασίας με την πολιτική. Μα η επανάσταση είναι πράξη ερωτική γιατί είναι δημιουργία, είναι πλάσιμο κάτι καινούριου κι όχι καταστροφή.
Κι όμως Χρόνη, εσύ μας τα είπες νωρίς…
«Ξέρεις πια ότι πεθαίνεις, κάπου μέσα σου νιώθεις την ανάγκη ν’ ακουμπήσεις το μάτι σου σε ένα πρόσωπο δικό σου, να αφήσεις πίσω σου μια μνήμη συγκεκριμένη, να πάρεις μαζί σου μια ματιά απόλυτα δική σου απ’ τον κόσμο που αφήνεις…»

 
Η πρώτη μου επαφή με τον Χρόνη Μίσσιο έγινε σχεδόν προ εικοσαετίας, στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου. Με ξένισε στην αρχή. Ως τότε είχα συνηθίσει στη λυρικότητα της γραφής που είχε το γνώθις της κόλλας που τοποθετούνταν. Ήξερε πού ήταν η αρχή και πού το τέλος της, είχε χαρτογραφημένες τις τελείες της, τη στίξη της, τις ανάσες της. Ο Μίσσιος μου άνοιξε ένα παράθυρο που δεν είχα προσέξει στο χώρο. Σε έναν κατάλευκο τοίχο, έδωσε μια και εμφάνισε θάλασσα και γλαροπούλια και καράβια και ορίζοντα. Έγραφε χωρίς να ανασαίνει, μιλούσε ο ίδιος, ο ήρωάς του και τον άκουγες δίπλα σου. Γυρνούσες το κεφάλι για να του δείξεις ότι τον προσέχεις, να μη φανείς αγενής που ασχολιόσουν με τις σελίδες μπρος σου. Οι λέξεις του ποθούσαν τις διπλανές τους και χωρίς τακτ, χωρίς πολλά λόγια και γνωριμίες που τραβάν πολλά ραντεβού κι ένα σωρό ανούσιες κουβέντες, πλησιάζονταν, αγγίζονταν, φιλιόνταν, πηδιόνταν. Στην αρχή, στο πρώτο βιβλίο του, στην πρώτη ανάγνωση κειμένου του, όταν το μάτι είναι άμαθο ακόμη δεν τις ξεχωρίζεις. Πονάς, ιδρώνεις, ψάχνεις τα κενά. Διαβάζεις όμως, διαβάζεις διαρκώς, συνεχίζεις, προχωράς, δε θες να σταματήσεις και περνώντας οι αράδες, γυρνώντας οι σελίδες η απάντηση έρχεται από μέσα σου αβίαστη: δεν υπάρχουν κενά ρε, ένα απέραντο κρεβάτι είναι κάθε κείμενο, αν δεν το δεις έτσι τότε πώς θα το αγαπήσεις;
«Κοίτα να δεις, του λέω, εγώ κρατάω τη ζωή μου και τη μοίρα μου στα χέρια μου, οι επιλογές είναι δικές μου, όποτε θέλω περνάω στη δική σου θέση… Εσύ μπορείς να περάσεις στη δική μου θέση; Να τα παρατήσεις όλα, λεφτά, καριέρα, οικογένεια, σπίτια, να δεθείς με ένα όνειρο και να το κυνηγήσεις, να αγαπήσεις με πάθος τους ανθρώπους και την ελευθερία τους, να μπεις στην καρδιά της εποχής σου και από απλός θεατής να γίνεις δημιουργός της ιστορίας»;
Και τα κείμενα τα αγαπούσες. Και τα θέματα που διαπραγματεύονταν τα έκανες δικά σου, ήθελες δεν ήθελες τα ένιωθες οικεία σου. Αυτοβιογραφικά τα περισσότερα βιβλία του, οι αγώνες του για την Αριστερά, για τον άνθρωπο, για τα ζώα, για τον πλανήτη που ζούμε ήταν οι ιστορίες τους. Τίποτα σ’ αυτά δογματικό, δεν είχε ο Χρόνης τη μόνη αλήθεια. Γι’ αυτό και συγκρούστηκε με τον πολιτικό του χώρο που δεν άφηνε ανάσα στη μονάδα, που πολτοποιούσε, που καθοδηγούσε. Γι’ αυτό και καθόταν κι άκουγε τα ζώα να μιλάνε, γιατί την αλήθεια τη μαθαίνεις από εκεί που η υλική πίεση του καθεμέρα δεν φέρνει στο προσκήνιο τη λήθη, δεν παίρνει γομολάστιχα να παραμερίσει εκείνο το άλφα (α-λήθεια). Γι’ αυτό και άλλαζε διαρκώς, μάθαινε, εξελισσόταν, ωρίμαζε. Είναι τρομερή η πορεία του και ως συγγραφέα και ως ανθρώπου μέσα στο χρόνο, απ’ το «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» ως το «Ντομάτα με γεύση μπανάνας». Είναι αξιοθαύμαστος, σχεδόν συγκινητικός ο δρόμος του προς την σοφία. Και τον έρωτα βέβαια…
«Εκτός από κότες, πηγαίνανε να μας κάνουν και μηχανάκια. Πώς να κάνεις επανάσταση με μηχανάκια ρε φίλε; Η φαντασία; Το όνειρο; Πώς να πεθάνεις; Ο επαναστάτης είναι πουλί, αητός, ερωτευμένος με το φως, με τα λουλούδια, τις γυναίκες, το κρασί, με την αταξία…»
Ο έρωτας πανταχού παρών. Δε νομίζω πως σκέφτηκε έστω μια φορά χωρίς συναίσθημα. Μα πώς να το κάνει εξάλλου; Όταν στα δεκαεφτά του είχε ήδη καταδικασθεί σε θάνατο για τα πιστεύω του, όταν η σκληρή κομματική λογική των δικών του τον είχε παραμερίσει πάλι για τα πιστεύω του, δεν υπήρχε άλλος τρόπος απ’ το να δει τον κόσμο ερωτικά. Όπως όφειλε να είναι. Στην κάθε στιγμή να αποτίει φόρο τιμής για την ύπαρξή της. Στο κάθε ποτήρι κρασί που πίνει να σκέφτεται και το σταφύλι και το αμπέλι και τη βροχή και τον Διόνυσο και τη Δήμητρα και το κάθε κορίτσι που μπορεί να φιλήσει και να ‘χει τη γεύση του ξινόμαυρου στη γλώσσα της. Κι όταν μιλάει για την επανάσταση… ε, τότε είναι που γίνεται όλος μέλι και ζαχαρωμένες φράουλες. Κι εκεί επιρρίπτει τις ευθύνες στην αποτυχία των επαναστατικών κοινωνικών κινημάτων: στην ψυχρή λογική και οπτική των συμμετεχόντων σε αυτά. Στην αντικατάσταση του έρωτα, του ονείρου, της φαντασίας με την πολιτική. Μα η επανάσταση είναι πράξη ερωτική γιατί είναι δημιουργία, είναι πλάσιμο κάτι καινούριου κι όχι καταστροφή.
«Αλλά έτσι είναι πάντα, ποτέ δεν προλαβαίνουμε να πούμε τα πιο ουσιαστικά πράγματα, και το καταλαβαίνουμε μόνο σα χαθούμε»!
Κι όμως Χρόνη, εδώ έπεσες έξω. Μας είπες τα πιο ουσιαστικά πράγματα πριν γεμίσεις την πίπα σου και ξεκινήσεις το ταξίδι.
*Τα αποσπάσματα είναι απ’ το βιβλίο του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…», εκδόσεις Γράμματα.

πηγή: 
Από  on

Σχόλια