της Γιούλης Επτακοίλη
Πέρυσι τέτοια εποχή ήμασταν ξέπνοοι, ψυχικά καταβεβλημένοι από το δημοψήφισμα, την παρατεταμένη αβεβαιότητα, την παρ’ ολίγον ολική κατάρρευση. Οσοι μπορέσαμε να φύγουμε λίγες ημέρες από την πόλη, αφού τελείωσε το γνωστό σε όλους κακοπαιγμένο σίριαλ της υπερήφανης διαπραγμάτευσης και των «ουάου», συρθήκαμε σε κάποια παραλία αναζητώντας μια νησίδα ηρεμίας, λίγη κανονικότητα – σπάνιο «είδος» τα τελευταία χρόνια, αλλά τουλάχιστον την επανεκτιμήσαμε. Ενα χρόνο μετά τι έχει αλλάξει; Αποφύγαμε μεγάλες περιπέτειες και σκηνές χάους, έχουμε νυμφευθεί ένα τρίτο, πιο σκληρό μνημόνιο, έχουμε υπερφορολογηθεί σε εξοντωτικό βαθμό και βαδίζουμε στο άγνωστο ελπίζοντας στην έλευση της ανάπτυξης, η οποία ούτε καν φαίνεται στον ορίζοντα. Αλλά και γιατί να φανεί, τη στιγμή που λέμε ότι τη θέλουμε αλλά κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην την έχουμε.
Ναι, αλλά επί της ουσίας τι έχει αλλάξει, θα ρωτήσει κάποιος. Μάλλον τίποτα. Η καθημερινότητά μας παραμένει αδυσώπητη, για άλλους περισσότερο για άλλους λιγότερο, δύσκολη, μίζερη. Ναι, μίζερη, με το στοίχημα πλέον να είναι όχι η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, για ανάκαμψη, για το περίφημο «φως» στο τούνελ, αλλά η διαχείριση της μιζέριας μας, αυτής που αναλογεί στον καθένα. Η αγωνία όλων είναι πότε και πώς θα πάμε παρακάτω. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι δεν θα πάμε παρακάτω για πολύ καιρό ακόμη. Οσοι μπορέσουν να φύγουν στο εξωτερικό, έχουν τα νιάτα ή το κουράγιο, θα καταφέρουν –τους το εύχομαι ολόψυχα– κάτι καλύτερο. Οι υπόλοιποι, όσοι μείνουμε εδώ γιατί δεν διαθέτουμε νιάτα ή κουράγιο, θα συνθηκολογήσουμε.
Κάτι που επί της ουσίας και η ίδια η κυβέρνηση έκανε – με τεράστιο, βέβαια, κόστος για τη χώρα.
Aς προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε με τη σκέψη ότι θα κυλάει ο χρόνος χωρίς βελτίωση αλλά με την ελπίδα να μην συμβεί κάποιο ατύχημα, και αυτό από μόνο του θα είναι η μεγαλύτερη επιτυχία, ειδικά αν στην κατάστασή μας συνυπολογίσει κανείς και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, τις συνθήκες που διαμορφώνονται ταχύτατα σήμερα στην Ευρώπη και δεν δείχνουν να είναι οι καλύτερες.
Εν τω μεταξύ, θα συζητάμε για τα νέα επικοινωνιακά τεχνάσματα της κυβέρνησης και για τα θέματα της επικαιρότητας. Για παράδειγμα, την αλλαγή του εκλογικού νόμου –τον νέο λαγό που έβγαλαν από το καπέλο–, τις τηλεοπτικές άδειες, το κέντρο της Αθήνας, που έχει γίνει «φαρ ουέστ» μέρα μεσημέρι, τα σκυλιά που θα προσλάβει το υπουργείο Οικονομικών για να μυρίζουν τα μετρητά πριν αυτά πετάξουν στο εξωτερικό, τις παντόφλες και τα γυαλιά του γέροντα Παϊσίου, τους κατασκηνωτές στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης.
Μπορεί να ακούγονται εξαιρετικά απαισιόδοξα όλα αυτά, από την άλλη, όμως, το να μπορείς να δεις καθαρά την πραγματικότητα θέλει θάρρος. Και ταλέντο. Και η διαχείριση της μιζέριας... τέχνη.
πηγή: http://www.kathimerini.gr/
Πέρυσι τέτοια εποχή ήμασταν ξέπνοοι, ψυχικά καταβεβλημένοι από το δημοψήφισμα, την παρατεταμένη αβεβαιότητα, την παρ’ ολίγον ολική κατάρρευση. Οσοι μπορέσαμε να φύγουμε λίγες ημέρες από την πόλη, αφού τελείωσε το γνωστό σε όλους κακοπαιγμένο σίριαλ της υπερήφανης διαπραγμάτευσης και των «ουάου», συρθήκαμε σε κάποια παραλία αναζητώντας μια νησίδα ηρεμίας, λίγη κανονικότητα – σπάνιο «είδος» τα τελευταία χρόνια, αλλά τουλάχιστον την επανεκτιμήσαμε. Ενα χρόνο μετά τι έχει αλλάξει; Αποφύγαμε μεγάλες περιπέτειες και σκηνές χάους, έχουμε νυμφευθεί ένα τρίτο, πιο σκληρό μνημόνιο, έχουμε υπερφορολογηθεί σε εξοντωτικό βαθμό και βαδίζουμε στο άγνωστο ελπίζοντας στην έλευση της ανάπτυξης, η οποία ούτε καν φαίνεται στον ορίζοντα. Αλλά και γιατί να φανεί, τη στιγμή που λέμε ότι τη θέλουμε αλλά κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην την έχουμε.
Ναι, αλλά επί της ουσίας τι έχει αλλάξει, θα ρωτήσει κάποιος. Μάλλον τίποτα. Η καθημερινότητά μας παραμένει αδυσώπητη, για άλλους περισσότερο για άλλους λιγότερο, δύσκολη, μίζερη. Ναι, μίζερη, με το στοίχημα πλέον να είναι όχι η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, για ανάκαμψη, για το περίφημο «φως» στο τούνελ, αλλά η διαχείριση της μιζέριας μας, αυτής που αναλογεί στον καθένα. Η αγωνία όλων είναι πότε και πώς θα πάμε παρακάτω. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι δεν θα πάμε παρακάτω για πολύ καιρό ακόμη. Οσοι μπορέσουν να φύγουν στο εξωτερικό, έχουν τα νιάτα ή το κουράγιο, θα καταφέρουν –τους το εύχομαι ολόψυχα– κάτι καλύτερο. Οι υπόλοιποι, όσοι μείνουμε εδώ γιατί δεν διαθέτουμε νιάτα ή κουράγιο, θα συνθηκολογήσουμε.
Κάτι που επί της ουσίας και η ίδια η κυβέρνηση έκανε – με τεράστιο, βέβαια, κόστος για τη χώρα.
Aς προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε με τη σκέψη ότι θα κυλάει ο χρόνος χωρίς βελτίωση αλλά με την ελπίδα να μην συμβεί κάποιο ατύχημα, και αυτό από μόνο του θα είναι η μεγαλύτερη επιτυχία, ειδικά αν στην κατάστασή μας συνυπολογίσει κανείς και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, τις συνθήκες που διαμορφώνονται ταχύτατα σήμερα στην Ευρώπη και δεν δείχνουν να είναι οι καλύτερες.
Εν τω μεταξύ, θα συζητάμε για τα νέα επικοινωνιακά τεχνάσματα της κυβέρνησης και για τα θέματα της επικαιρότητας. Για παράδειγμα, την αλλαγή του εκλογικού νόμου –τον νέο λαγό που έβγαλαν από το καπέλο–, τις τηλεοπτικές άδειες, το κέντρο της Αθήνας, που έχει γίνει «φαρ ουέστ» μέρα μεσημέρι, τα σκυλιά που θα προσλάβει το υπουργείο Οικονομικών για να μυρίζουν τα μετρητά πριν αυτά πετάξουν στο εξωτερικό, τις παντόφλες και τα γυαλιά του γέροντα Παϊσίου, τους κατασκηνωτές στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης.
Μπορεί να ακούγονται εξαιρετικά απαισιόδοξα όλα αυτά, από την άλλη, όμως, το να μπορείς να δεις καθαρά την πραγματικότητα θέλει θάρρος. Και ταλέντο. Και η διαχείριση της μιζέριας... τέχνη.
πηγή: http://www.kathimerini.gr/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου