"Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος με τον εαυτό μου"

La Reproduction interdite, 1937. Έργο του René Magritte
του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Και πρέπει να το πω καθαρά, πριν απ’ όλα για να το ακούσω εγώ: δεν είμαι ικανοποιημένος με τον κόσμο που έχω δημιουργήσει, με αυτό που «κάνω» στους άλλους, με τον τρόπο που διαμορφώνω τη γνώμη των άλλων για μένα και,τελικά, με τον τρόπο που χτίζω τη γνώμη που έχω για τον ίδιο μου τον εαυτό. Και δεν έχω λόγο να κρύβω πια την προσωπική μου δυσαρέσκεια.

Δεν αθωώνω κανέναν, ούτε τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που διαγουμίζουν για χρόνια τον τόπο, ούτε τον καπιταλισμό, ούτε τη «μοναξιά», ούτε τους ξένους αποικιοκράτες και τους εγχώριους τοποτηρητές τους. Μα είμαι σε λάθος δρόμο, αν δεν πιστοποιήσω τη προσωπική μου δυσαρέσκεια και αν δεν μπω στον κόπο να την μετατρέψω σε πράξη αλλαγής. Είμαι σε λάθος δρόμο, αναπαράγοντας επαναλαμβανόμενα βολικά στερεότυπα. Είμαι και θα είμαι σε αδιέξοδο αν δεν αποδεχτώ πως μόνο εγώ μπορώ να αλλάξω τον κόσμο που έχω δημιουργήσει για τον εαυτό μου, πως δεν θα γίνει δα και καμιά καταστροφή με αυτή την αλλαγή και πως, εν τέλει, είμαι ικανός για τούτη την αλλαγή. Γιατί, στην τελική, τι άλλο είναι η ευθύνη –εκτός βέβαια από τη σοβαροφανή και ενοχική επίκληση των λογής νεοφιλελεύθερων και «προσκυνημένων»- από την υπευθυνότητα του καθενός μας ως δημιουργού των γεγονότων της ζωής του;
Έτσι, θέλω σήμερα, να πάρω μιαν ανάσα απ’ το τρεχαλητό της ζωής μου. Να σταθώ μια στιγμή και να αναρωτηθώ, εδώ, ενώπιον σας: Πώς είναι η συμπεριφορά μου; Πώς κάνω άραγε τους άλλους να νιώθουν με αυτή τη συμπεριφορά μου; Πώς αυτή η συμπεριφορά επηρεάζει τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για μένα; Ή μήπως οι άλλοι παλάβωσαν και λειτουργούν ανεξάρτητα απ’ τη δική μου συμπεριφορά; Κι  ακόμη, πώς επηρεάζεται, ύστερα απ’ όλα αυτά, η γνώμη που έχω εγώ για τον εαυτό μου;

Και ξέρω, το ομολογώ, ότι δεν έχω καθόλου καλή γνώμη. Καθόλου καλή γνώμη για τον εαυτό μου, αντίθετα με ό,τι, φαντάζομαι, οι περισσότεροι έχετε για το δικό σας εαυτό.

Καθόλου καλή γνώμη, για όσες φορές ήθελα πολύ να πλησιάσω τους άλλους προσφέροντας βοήθεια, αλλά έμεινα απόμακρος, ίσως και με μια δόση περιφρόνησης.

Καθόλου καλή γνώμη, γιατί συχνά βολεύτηκα με γενικόλογες μομφές, ταμπέλες σε βάρος των άλλων, για ναρκισσισμό, αλαζονεία, εκμετάλλευση, χειριστική συμπεριφορά, ακόμη και πουστιά ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο, αρνούμενος να δω ότι ένας άνθρωπος είναι πολύ περισσότερα πράγματα από ταμπέλες, έστω κι αν κι εκείνος καμιά φορά, βολικά, τις υιοθετεί.

Καθόλου καλή γνώμη, για όσες σκέψεις μου δημιουργήθηκαν στη διάρκεια των μικρών σημαντικών σιωπών, ανάμεσα σε κουβέντες, τις οποίες σκέφτηκα να πω, αλλά δεν έβγαλα άχνα. Για όσες λέξεις εγκατέλειψα ξεχασμένες μέσα μου.

Καθόλου καλή γνώμη, για όσες φορές, καθώς οι άλλοι μου μιλούσαν, απορροφήθηκα στον εαυτό μου, σαν να μην έβλεπα τον άλλο ή σαν να τον προσπερνούσα, αναζητώντας κάτι πιο ελκυστικό να με συγκινήσει.
        
Καθόλου καλή γνώμη, για όλες εκείνες τις φορές που φοβήθηκα να δείξω ευάλωτος, μην τύχει και εκτεθεί η λαχτάρα μου για σχέση και ζεστασιά. Κι ακόμη, για τις περιπτώσεις που πίσω από την ορθότομη, αδέκαστη, δήθεν, ειλικρίνεια μου -που έκρινε και επέκρινε  τους πάντες και τα πάντα- εγώ έκρυψα την παιδική μου δίψα για αγάπη και αποδοχή. Μου είναι απίστευτο, στ’ αλήθεια, το πως μπόρεσα να μεταμορφώσω αυτή τη βαθιά, σχεδόν αρχετυπική λαχτάρα μου, για αληθινή ανθρώπινη σχέση. Και τώρα, μονάχα, μπορώ κάπως να το εξηγήσω, εκτιμώντας πως η ενήλικη επικριτικότητα, είναι αντιστρόφως ανάλογη της παιδικής αγάπης. Για φαντάσου να φτάσει κάποιος να επικρίνει έναν ολόκληρο Λαό! Τέτοιος αγαπητικός αυτο-ακρωτηριασμός!



Top of Form
Καθόλου καλή γνώμη, για τις στιγμές που υπήρξα θεατής της ίδιας μου της ζωής, κολλώντας το πρόσωπο μου σε παγωμένα τζάμια, κοιτάζοντας με βουβή λαχτάρα τα ζεστά, χαρούμενα πρόσωπα αυτών που ζούσαν μέσα. Μα την αλήθεια, πόσες φορές δεν θέλησα με μοχθηρία, μπορείς να πεις, να σπάσω αυτά τα παγωμένα τζάμια. Να τα κάνω, θρύψαλα, χίλια κομμάτια, γιατί με έκλεινα απ’ ἐξω. Μετά κατάλαβα πως εγώ ήμουν που κλεινόμουν εκτός.

Καθόλου καλή γνώμη, για τις φορές που προκειμένου να διατηρήσω την αυτοεκτίμηση μου, έπρεπε να πατήσω στο κουφάρι ενός ηττημένου αντιπάλου. Λες και αισθανόμουν πιο άνετα, αν σχετιζόμουν με τους άλλους μ’ αυτόν τον τρόπο. Ή, ίσως,  γιατί από μικρός μου άρεσε να κάνω ερωτήσεις που γνώριζα την απάντηση. Μα τι ερωτήσεις μπορεί να είναι αυτές, αν όχι μονάχα μια προσπάθεια να ταπεινώσει κανείς τον άλλο ή να τον διαψεύσει;

Καθόλου καλή γνώμη, για όσους ανθρώπους, στιγμές, γεγονότα, συναισθήματα, στάθηκα απρόθυμος και σιωπηλός, μην τυχόν και φανεί πόσο σημαντικοί μου ήταν. Κι’ όμως,  μου ήταν. Κι ύστερα, το ίδιο καθόλου καλή γνώμη, για όταν έτυχε να με ρωτήσουν, «τι θες από μένα», και έφτιαξα, από μέσα μου, λίστες ολόκληρες, εκ των πραγμάτων ανεκπλήρωτες, για να μην ξεστομίσω το απλό: «Να είσαι θέλω, ρε συ. Να είσαι! Απλά να είσαι.» Ξέρεις, τα πιο σπουδαία πράγματα αρκεί ένα «Είμαι» για να φτιάξουν, σαν εκείνη την πρόσκληση των πιτσιρικάδων: «είσαι, ρε συ; Είμαι!»

Καθόλου καλή γνώμη, για τις πλευρές εκείνες του εαυτού μου, που κρύφτηκε υπερβολικά, καθώς ένιωθα την αυτοπεποίθησή μου κουρελιασμένη, γεννώντας έτσι στους άλλους επιφυλάξεις και καχυποψίες.

Καθόλου καλή γνώμη, γιατί σαν πατέρας είχα πεισμώσει με τα επίσης πεισμωμένα παιδιά μου, έχοντας βάλει σκοπό να τα κάνω σώνει και καλά να αλλάξουν. Να γίνουν κάτι άλλο απ’ ότι ήταν, πιο κοντά στην προέκταση της δικής μου ζωής, παρά της δικής τους.

Καθόλου καλή γνώμη, για τις καταστάσεις εκείνες που φοβήθηκα, και αντί να πω «φοβάμαι κι εγώ, όπως φοβάσαι κι εσύ», βρήκα τη στιγμή να κοκορευτώ για τα επιτεύγματα μου, να κάνω τον παλληκαρά, να σχολιάσω υποτιμητικά τον άλλο, που κι αυτός φοβόταν και αγωνιούσε.

Καθόλου καλή γνώμη, γιατί δεν κατάλαβα νωρίς ότι οι σπουδαίοι μουσικοί είναι αυτοί που ξέρουν πως να αναδεικνύουν τον ήχο των άλλων, πως να σιωπούν όταν χρειάζεται, πως να προωθούν –υποκλινόμενοι- το έργο ολόκληρης της ορχήστρας.

Καθόλου καλή γνώμη, για όλες τις στιγμές, και είναι πολλές, που παρέλειψα να αναρωτηθώ πως φαντάζομαι ότι ένιωσαν οι άλλοι. Και για άλλες τόσες, που έκανα τον αδιάφορο «Αλέκο», μπροστά στην ευαλωτότητα τους, μπροστά στην αγωνία τους για ανταπόκριση, για ζεστασιά, για τρυφερότητα.

Καθόλου καλή γνώμη, για όσες φορές, έζησα συγκαλύπτοντας ή αγνοώντας καλά καλά τη ζωή μου, «ζώντας» χαμένος μέσα στα πράγματα, φλυαρώντας, κάτω από μια συναισθηματική καταστολή, σαν σε «μηχανική υποστήριξη», καταναλώνοντας ανθρώπους και πράγματα, ναυαγισμένος κι εγώ, όπως φαντάζομαι εκατομμύρια άλλοι, μέσα σε κάποιο αδιόρατο και απόμακρο «αυτοί»,  με μοναδική μου ενασχόληση το «πως» είναι τα πράγματα. Συνήθως, το «πως» δύσκολα είναι τα πράγματα,  αν με εννοείς. Ανυποψίαστος για το «γιατί» τους. Κι ακόμη περισσότερο, αδιάφορος για το ότι τα πράγματα «είναι». «Είναι!», βρε μαλάκα, «είναι»! Πως μπορείς να σφυρίζεις αδιάφορα σ’ αυτό; Αλλά, που να προλάβει το μυαλό το ξοδεμένο στα «πως», να σταθεί μια στιγμή, να θαυμάσει που τα πράγματα «είναι»! Που ότι αγαπάς «είναι» εκεί, ρε κερατά! Και πως να πάρει χαμπάρι ότι μπορεί κι αξίζει να αγκαλιάσει τη ζωή, τις δυνατότητες, αλλά και τα όριά της!  Βλέπεις, όπως έλεγε και ο Fromm, «η ελευθερία μας τρομάζει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η τυραννία». Τα γνωρίζουν αυτά στα κόμματα, τα μαθαίνουν από μικροί, μην νομίζεις. Ξέρουν τι κάνουνε! Μας κλείνουν φοβικά, υπαινικτικά, το μάτι μπροστά στην πιθανότητα της Ελευθερίας κι εμείς «τσιμπάμε».

Καθόλου καλή γνώμη, για τον εαυτό μου -κι αν το «σηκώνεις» σύντροφε κι αδερφέ και για τον εαυτό σου- που μάλλον λησμονήσαμε «μες στην πολύ συνάφεια...», ότι ο πιο λαμπρός μας αγώνας είναι ενάντια στα ασφυκτικά δεδομένα της ύπαρξης. Κι αυτά δεν έχουν να κάνουν και πολύ με τα φράγκα και τα συναφή. Οι έσχατες έννοιες μας θα είναι, ότι κι αν κάνουμε για να το ξεχάσουμε, ο θάνατος, η ελευθερία, η υπαρξιακή μοναξιά μας και το fucking νόημα ζωής που διακαώς ποθούμε.

Μα με παρηγορεί κάπως το γεγονός, πως ύστερα απ΄ όλη ετούτη την επίγνωση που μου χαρίστηκε δεν έχω παρά να συναντήσω τη βούληση μου για να τ’ αλλάξω. Για ν’ αλλάξω!

Γι’ αυτό τολμώ να πω πως αν δεν καταπιαστούμε μ’ όλα αυτά, όχι ο καθείς μοναχός του, μα σε σχέση με τον Ξένο-Άλλο, αν επιθυμούμε να υπάρχουμε δίχως την επίγνωση ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, αν γουστάρουμε ντε και καλά μια στέρεη δομή να παραχώσουμε το κεφάλι μας, ενώ, εμείς και μόνο εμείς, είμαστε οι δημιουργοί της ζωής μας, αν ποθούμε σαν τρελοί την επαφή, τη ζεστασιά, την προστασία και την τρυφερότητα, αλλά και την ίδια στιγμή δεν πετάμε ούτε μια χάρτινη γέφυρα στο χάσμα ανάμεσα σε μας και τους άλλους, δεν θα είμαστε καθόλου ευχαριστημένοι με τον εαυτό μας.

Έτσι που θα μπορεί κανείς να θέσει το ερώτημα: και καλά με την κυβέρνηση, τον Τσίπρα, τους Αμερικάνους, την Ευρώπη, τη Μέρκελ και τον καπιταλισμό, το καταλαβαίνω...με τον προσωπικό σου κόσμο, όμως, γιατί δεν είσαι ικανοποιημένος; Όπως εγώ...αν με εννοείς.  

πηγή:  http://www.thepressproject.gr/article/82367/

Σχόλια