Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ, Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ-5
Το υποκείμενο ως φορέας δράσης που
καλείται να λάβει αποφάσεις αναδύεται συχνότερα σε στιγμές κοινωνικής
εξάρθρωσης, όταν οι κατεστημένες θέσεις δεν μπορούν πλέον να αναπαραχθούν ομαλά
και απαιτούνται ουσιαστικές παρεμβάσεις για τη διάσωση ή την αλλαγή της
κοινωνικής οργάνωσης. Σε ένα πεδίο αβεβαιότητας και αναταραχής, τα υποκείμενα
ενδέχεται να αποτύχουν να δράσουν και, μένοντας προσκολλημένα στις παλιές
έξεις, καταδικάζονται να παρακολουθούν λίγο πολύ παθητικά την κατάρρευση ή την
«αυτόματη» μετάλλαξη της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ή μπορεί να κάνουν το
άλμα και να πράξουν, δημιουργώντας ενεργά το νέο στη θέση του παλιού.
Η κύρια κρίση στην Ελλάδα σήμερα δεν
είναι η οικονομική-αντικειμενική αλλά η κρίση του υποκειμένου: εκείνη που δυσχεραίνει
την εποικοδομητική αντίδραση, επιτρέποντας να συνεχίζεται το έργο της δομικής
καταστροφής. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορήθηκαν, από τα αριστερά και τα
δεξιά, ότι καλλιεργούσαν συνειδητά αυταπάτες: πως θα ήταν εφικτό να
ανακοπούν ή και να ανατραπούν οι καταστροφικές πολιτικές των διεθνών μηχανισμών
νεοφιλελεύθερης εξουσίας μέσα από τον διάλογο, τη διαπραγμάτευση, τη συναίνεση.
Οι μομφές αυτές έχουν μάλλον δικαιωθεί, αλλά παραγνωρίζουν κάτι θεμελιώδες: δεν
επρόκειτο απλώς για αυταπάτες ή δημαγωγίες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά για
συλλογική φαντασίωση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η παταγώδης αποτυχία,
λοιπόν, του κυβερνητικού σχεδίου σήμανε, ταυτόχρονα, και την παταγώδη διάψευση
αυτής της συλλογικής φαντασίωσης.
Σε μεγάλες μερίδες της ελληνικές
κοινωνίας φαίνεται ότι διαιωνίζεται η πρόσδεση στην επιθυμία και την
κανονικότητα των τελευταίων δεκαετιών: σχετική ευημερία και ασφάλεια,
ατομικιστικός ηδονισμός-καταναλωτισμός, πολιτική της ανάθεσης και ιδιώτευση,
πίστη σε μια προστατευόμενη «ελεύθερη» αγορά των μικρομεσαίων, στο πελατειακό
και προνοιακό κράτος και στο διεθνές πλαίσιο της Ε.Ε. ως επαρκείς βάσεις
εξασφάλισης των αγαθών. Όσο η κοινωνική πλειοψηφία παραμένει αγκιστρωμένη σε
αυτή τη μορφή υποκειμένου, που οι σύγχρονες περιστάσεις καταδικάζουν σε αργό
θάνατο, τόσο θα παραμένει έρμαια παραγόντων πέρα από τον έλεγχό της. Κι άλλο
τόσο, μάλλον, θα συνεχίσει να βιώνει τον σταδιακό αφανισμό, εκτός κι αν συμβεί
κάποιο εξωγενές «θαύμα».
Διαπιστώνουμε, από την άλλη, ότι το
περίγραμμα μιας νέας υποκειμενικότητας διαγράφεται ήδη αχνά σε συλλογικές
κινητοποιήσεις (όπως οι «Πλατείες» του 2011), κοινωνικές δράσεις (όπως της
κοινωνική, αλληλέγγυας οικονομίας) και γενικότερες τάσεις της ύστερης
νεωτερικής εποχής μας: πλουραλισμός, πολυπλοκότητα, εξατομίκευση και
διαφοροποίηση, αυξημένη συναίσθηση των κινδύνων και της αβεβαιότητας,
επικοινωνία μέσα από τη διαφορά, ευρεία διάδοση της γνώσης με τη μαζική υψηλή
μόρφωση και τις νέες τεχνολογίες, αμφισβήτηση των αυθεντιών, των ηγετών, των
κατεστημένων θεσμών της αντιπροσώπευσης και των δογματικών πίστεων. Η
αναδυόμενη υποκειμενικότητα απέχει πολύ από το να γίνει ηγεμονική. Γι’ αυτό και
η δημοκρατική κινηματική έκρηξη των Πλατειών εξαντλήθηκε γρήγορα, ενώ κανένα
ισχυρό και μαζικό κοινωνικό κίνημα δημοκρατικής αντίστασης δεν συγκροτήθηκε τα
τελευταία δύο-τρία χρόνια, παρότι η κρίση εδραιώνεται, βαθαίνει και πλαταίνει.
Το υποκείμενο του μετασχηματισμού, αν
συσταθεί, πρέπει να εμφορείται από τη βούληση για αλλαγή και ετοιμότητα
να διακινδυνεύσει την αφάνιση του παλιού εαυτού, που θα είναι ισχυρότερες από
τις προσκολλήσεις των κυρίαρχων έξεων. Αν επιδοθεί, πράγματι, σε ένα εγχείρημα
δημιουργικής ανανέωσης, θα διαθέτει μορφές και περιεχόμενα καινοφανή και
απρόβλεπτα. Προκειμένου, ωστόσο, να μπορέσει να αναμετρηθεί παραγωγικά με
καταστατικές συνθήκες της εποχής (ετερογένεια, κατακερματισμός, σκεπτικισμός,
εξατομίκευση, παγκοσμιοποίηση κ.ά.), να συγκροτήσει ένα κοινό μέτωπο και σχέδιο
μέσα από τη διαφορετικότητα και να αναλάβει το ρίσκο ενός άλματος στο άγνωστο,
καλείται να αναπτύξει συστατικά στοιχεία της υστερονεωτερικής υποκειμενικότητας
που έχει ήδη αναφανεί.
Όταν η έκβαση ανταγωνιστικών λύσεων
(π.χ. ασκήσεις βελτιώσεων μέσα στο ευρωκαθεστώς ή ρήξη και έξοδος) είναι
σκοτεινή και οι συνέπειες της κάθε επιλογής ενδέχεται να είναι άκρως επώδυνες,
το ελάχιστο που απαιτείται είναι μια αμοιβαία αναγνώριση ότι κανείς δεν κατέχει
την ασφαλή συνταγή. Η ταπεινοφροσύνη μιας εγνωσμένης αβεβαιότητας και η κοινή
αδυναμία μπορούν όχι μόνον να καλλιεργήσουν ένα άλλο ήθος πολιτικής επικοινωνίας
με τον αντίπαλο αλλά και να ενώσουν, να δράσουν καταλυτικά για την οικοδόμηση
πλατιών συμμαχιών μεταξύ των διαφορών στην κάθε πλευρά των ανταγωνισμών.
Από τα χαρακτηριστικά του ύστερου νεωτερικού
υποκειμένου είναι σκόπιμο, ωστόσο, να προτάξουμε ένα: το νέο δημοκρατικό
αίσθημα, την αμφισβήτηση των ιεραρχιών και των αυθεντιών, την έμφαση στην
ισότιμη συμμετοχή και την οριζόντια οργάνωση. Και αυτό όχι μόνον από μια
«ρομαντική» σκοπιά. Η ισότιμη συλλογική δημοκρατία, η συναπόφαση και το
συνακόλουθο μοίρασμα της ευθύνης είναι σήμερα εκ των ων ουκ άνευ για να
ευοδωθεί ένα ευρύτερο κοινωνικό εγχείρημα αλλαγής απέναντι σε υψηλούς
κινδύνους. Η συμμετοχική δημοκρατία δεν είναι πολυτέλεια σήμερα, όταν επείγει
να περάσουμε τον κάβο. Χωρίς αυτή, οι κρίσιμες αποφάσεις θα συνεχίσουν να
λαμβάνονται από αυτονομημένες ηγεσίες σε μια συγκυρία βαθιάς αβεβαιότητας για
το μέλλον και ανάγκης για συνευθύνη, όπου η ιδέα ότι λίγοι μπορούν να γνωρίζουν
το καλύτερο και να αποφασίζουν για το σύνολο έχει καταστεί όχι μόνον γελοία
αλλά και άκρως επικίνδυνη. Από την εποχή του Σοφοκλή ήδη, η δημοκρατία μιλάει
μέσα από τη φωνή του Αίμονα απέναντι στον Κρέοντα (Αντιγόνη, στ.
707-709):
ὅστις γὰρ αὐτὸς ἢ φρονεῖν μόνος δοκεῖ, ἢ
γλῶσσαν ἣν οὐκ ἄλλος ἢ ψυχὴν ἔχειν,
οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί.
Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής διδάσκει
σύγχρονη πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ
https://enthemata.wordpress.com/2015/09/13/krisi-3/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου