του Θάνου Δημάδη
Θα ξεκινήσω το κείμενο αδόκιμα,
επαναλαμβάνοντας το ερώτημα του τίτλου.
Πού οφείλεται, λοιπόν, η
μιζέρια μας;
Στην οικονομική ανέχεια; Την ανασφάλεια του σήμερα; Τον φόβο του
αύριο; Ή σε όλα αυτά μαζί; Πολλές θα ήταν οι υποθετικές απαντήσεις που θα
μπορούσαν να δοθούν. Καμία όμως δεν απαντά στην καρδιά της γενεσιουργής αιτίας
των όσων βιώνουμε σήμερα. Το τι βιώνουμε δεν χρειάζεται πολλές λέξεις για να
περιγραφεί: ατέρμονη ματαιότητα και
αβάσταχτη στασιμότητα για κάθε τι που βλέπουμε ότι δεν κινείται ή δεν
εξελίσσεται γύρω μας.
Έφυγα από την Ελλάδα το 2009. Σήμερα που έχω επιστρέψει πίσω,
μετά από τεσσεράμιση χρόνια φυγής μου στο εξωτερικό, υπάρχει κάτι που έχει
αλλάξει. Κάτι που το διαπίστωσα μόνο αφότου κατάφερα (;) να σηκώσω ανάστημα
απέναντι σε βαριές σκιές κατάθλιψης, από εκείνες τις γνωστές -για όσους τις
έχουν αντιμετωπίσει- που γδέρνουν κάθε προσπάθεια ανάρρωσης και αποπειρώνται να
πνίξουν κάθε έκλαμψη δημιουργίας και ανάκαμψης. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι
επιστρέφοντας πίσω, αυτό που με έθλιβε είναι ότι βάδιζα προς την παραδοχή ότι
στην Ελλάδα του 2014 οι πολίτες αυτής της χώρας,
κάθε μέρα που περνά, καταλήγουμε ανήμποροι να αλλάξουμε την ζωή μας.Εγκλωβιζόμαστε
στη συνειδητοποίηση της επιβολής μιας δύναμης που μας πείθει ότι είμαστε
ανίκανοι να χειραφετήσουμε τις επιλογές μας. Και που φυλακίζει τους εαυτούς μας
στην εικόνα ότι δεν μπορούμε να στρίψουμε το τιμόνι και να παρέμβουμε στον ρου
της προσωπικής μας ιστορίας. Ακούμε
διάφορους να λένε με υπεραπλουστευτικό τρόπο «να αλλάξουν όλα στην Ελλάδα». Μα
δεν μπαίνουν καν στην διαδικασία να διερωτηθούν πώς θα αλλάξουν όλα, όταν εμείς
οι ίδιοι έχουμε γίνει έρμαια της δυστυχίας μας και του συμβιβασμού μας με μια
πραγματικότητα που δεν αγαπάμε, μα που όμως καταπίνουμε συχνά, με την επωδό που
λέει ότι «τι να κάνουμε, έτσι είναι τα πράγματα».
Υπάρχει, όμως, ένα βαθύτερο ερώτημα σχετικά με το γιατί
καταλήγουμε να αγκιστρωνόμαστε σ' αυτή την πραγματικότητα που ούτε μας αρέσει,
ούτε μας ταιριάζει. Έχει να κάνει με αυτό που εγώ αποκαλώ ανύπαρκη «ενδοκοινωνική
κινητικότητα». Στην Ελλάδα της κρίσης, όσο διευρύνεται το χάσμα
μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών, και όσο εξαφανίζεται η μεσαία τάξη, τόσο
πιο μπετοναρισμένες γίνονται οι «κλίκες» των κοινωνικών τάξεων. Έτσι, μια
καθαρίστρια αποκλείεται από την πιθανότητα να πάψει μια μέρα να δουλεύει
ανασφάλιστη με έναν πενιχρό μισθό και να καταφέρει να ανέβει ένα σκαλοπάτι
παραπάνω στην προσωπική της ευτυχία και την οικονομική της αυτάρκεια. Πολύ
δύσκολα, πλέον, ένας οικοδόμος θα καταφέρει να ανοίξει την δική του μικρή
επιχείρηση και να ξεφύγει από την εκμετάλλευση του εργοδότη του. Ακόμα πιο
απίθανο είναι για έναν μάγειρα να ανοίξει κάποτε την δική του ταβέρνα ή έναν
έμπορο να επεκτείνει την μικροεπιχείρησή του, που κινείται μεταξύ οικονομικής
φθοράς και αφθαρσίας. Συνεπαγόμενο αυτού, είναι ότι ζούμε στη χώρα, όπου ο φτωχός
όσο ικανός κι αν είναι, θα παραμείνει φτωχός, ο μορφωμένος όσα πτυχία κι αν
έχει, θα συνεχίζει να είναι άνεργος, ο εργατικός όσο παραγωγικός κι αν είναι,
θα εξακολουθεί να ζει μεροδούλι-μεροφάι. Σίγουρα αυτή η κατάσταση δεν
ικανοποιεί μια από τις βασικές αρχές που πρέπει να ενυπάρχουν σε μια χώρα για
να θεωρηθεί ότι εκπληρώνει στοιχειωδώς το κριτήριο της προόδου. Να είναι δηλαδή τόπος ευκαιριών για τους
κατοίκους της, επιτρέποντας ακόμα και σε εκείνο τον πολίτη, που φαινομενικά
δείχνει να μην έχει στον ήλιο μοίρα, να δοκιμάσει την τύχη του, χωρίς δυνητικά
να τον αποκλείει από το παιχνίδι της ανέλιξης.
Και τι λοιπόν μπορεί να γίνει; Για να καταπολεμηθούν οι υψηλοί
δείκτες της ανεργίας, πρώτα χρειάζονται πολιτικές καταπολέμησης των κοινωνικών
ανισοτήτων. Το χιλιοειπωμένο «μία Ελλάδα ευκαιριών για όλους τους πολίτες της»,
είναι σήμερα ξανά επίκαιρο, αλλά κυρίως ζητούμενο ως προϋπόθεση για όλα τα
υπόλοιπα. Και πώς συνδέονται όλα αυτά με τη μιζέρια μας; Η απάντηση είναι απλή:
κάθε λαός ανακυκλώνει τη μιζέρια του, η οποία έχει την μορφή παραίτησής του από
κάθε προσπάθεια να ανοίξει τις προοπτικές της ζωής του, όταν αυτή αντανακλάται
στις δομές μιας κοινωνίας που με
μοιρολατρικό τρόπο ορίζει εκ των προτέρων, ποιος θα «προαχθεί» και ποιος θα
μείνει «στάσιμος», ποιος θα ευημερεύσει και ποιος θα συνεχίσει να βαλτώνει στα
νερά της προσωπικής και κοινωνικής ένδειας. Πολλώ
δε μάλλον όταν ο ορισμός αυτός γίνεται «κληρονομικώ δικαίω», ή
με γνώμονα το γνωστό δίκαιο της φαυλοκρατίας,
που είναι κυρίαρχο στην Ελλάδα.
Αναρωτιέμαι
πόσο ακόμα θα αντέχουμε να το υπομένουμε. Προσωπικά σε ό,τι με αφορά, ο χρόνος
έχει ήδη αρχίσει να μετράει αντίστροφα.
Πηγή: protagon.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου