του Τάσου Φούντογλου
Είναι η μοίρα μας αφημένη σε χέρια δεξιοτεχνών και ανθρώπων με στοιχειώδη επάρκεια γλώσσας, σκέψης και ικανοτήτων έργου; Όχι βέβαια.
Τα σούργελα αξιώνουν της κοινής μας μοίρας το κουβάλημα. Και όσο αυτά την αξιώνουν, τόσο εμείς ενδίδουμε στον τραγικό κύκλο της γένεσης και της φθοράς τους.
Από φόβο; Από οργή; Από άγνοια για τις αυριανές συνέπειες; Από εκείνο το περίεργο και χρόνια τώρα ανεκτόπιστο συναίσθημα πως οι γελωτοποιοί μας αρμόζουν και πως μόνο αυτοί μπορούν να διαχειριστούν τις τύχες μας;
Κάποτε τους ονομάζαμε δημαγωγούς. Οι συγκαιρινοί τους θαυμαστές δεν μπορούν ούτε αυτόν τον τίτλο να διεκδικήσουν με περγαμηνές για το βιογραφικό τους. Γιατί η δημαγωγία απαιτεί ρητορική δεινότητα και αυτοί χειρίζονται τη γλώσσα χειρότερα και από τους βαρβαρισμούς του Αλάριχου. Γιατί η δημαγωγία απευθύνεται στο συναίσθημα του πλήθους και αυτοί οι αχρείοι επενδύουν μονάχα στην οργή του. Γιατί η δημαγωγία στο εν τέλει εξάπτει και λίγη από την ελπίδα του λαού, ενώ αυτοί υποδαυλίζουν μόνο την βία που κείτεται μέσα του.
Είναι αυτός ο Δήμος, ο «γεροχωριάτης, ο αράθυμος, ο μισόκουφος και γκρινιάρης» (κατά τον Αριστοφάνη) που δεν μπορεί να ανεχτεί για πολύ τον Περικλή και καταφεύγει στις σοφιστείες του Κλέωνα. Κοινώς στις παπαριές του κάθε τυχαίου δημαγωγίσκου.
Είναι ελκυστικός ο λόγος του τελευταίου, ασκεί μια σαγήνη το δήθεν τάχα μου ανυπότακτο της φύσης του και, γενικώς, πουλάει στο μέσο πολίτη.
Χρήσιμος για να εκτονώνεις εσύ την οργή σου και να φτιάχνει αυτός καριέρες. Απαραίτητος για να γεννάει μέσα σου την ψευδαίσθηση του οικείου, πως είναι και αυτός ένας σαν και σένα, από τα ίδια υλικά φτιαγμένος, αυτά του πεζοδρομίου και να μπορεί ταυτόχρονα να τα κονομάει και να τακτοποιεί τους δικούς του οικείους. Στις γνωστές αργομισθίες με τα πολλά χιλιάρικα.
Τα σούργελα στην πολιτική αποτελούν ενδημικό φαινόμενο σε περιόδους κρίσης. Είναι αυτή η καταραμένη ανάγκη της κοινωνίας να εκφράσει τη δικαιολογημένη της οργή και μπροστά της δεν λογαριάζει ούτε αισθητικές, ούτε ηθικές ούτε αξίες ούτε τίποτα. Μια οργή, η οποία δεν ορρωδεί ούτε μπροστά στον κίνδυνο γελοιοποίησης της Πολιτικής και απαξίωσης της Δημοκρατίας. Σε περιόδους κρίσης, όταν όλα γύρω μας καταρρέουν, όταν οι βεβαιότητες του βίου μας αμφισβητούνται, το τελευταίο που μας νοιάζει είναι η σοβαρότητα και η ευπρέπεια του δημόσιου χώρου. Τουναντίον. Αυτό ακριβώς επιζητούμε. Να ξεφτιλίσουμε τη διαδικασία που θεωρούμε πως ευθύνεται για τις κατηφοριές της ζωής μας. Να εμπιστευτούμε τους γελοίους και τους γραφικούς για να τους δούμε αργότερα να οξειδώνουν τα κόμματα και τις ηγεσίες τους.
Τα σούργελα αλωνίζουν στον δημόσιο χώρο. Γιατί δεν χαϊδεύουν τα αυτιά του συστήματος και τα λένε έξω από τα δόντια, όπως διατείνονται οι τηλεοπτικοί τους προαγωγοί. Τα σούργελα προμοτάρονται από έγκριτους δημοσιογράφους, στρογγυλοκαθήμενα στα τηλεοπτικά τους πάνελ και φλυαρούν με εκείνο το επιτηδευμένο ύφος του ηλίθιου που δεν έχει την αίσθηση του δημόσιου χώρου και του αμείλικτου του χρόνου που τρέχει και εκδικείται για την όποια καθυστέρηση.
Η μονομέρεια του τηλεοπτικού τους λόγου οδηγεί αναπόφευκτα στη μονομέρεια της δικής μας σκέψης. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε όπως αυτοί. Αλλά τι άλλο είναι ο φασισμός; όπως αναρωτιέται και ο Κυριάκος. Δεν είναι ένας μονόδρομος που αναγκάζει όλους τους πολίτες να βαδίσουν αυτόν και μόνο; Ναι. Αυτό είναι ο φασισμός. Το μονοδιάστατο της σκέψης.
Τα σούργελα ανεβαίνουν στα κάγκελα και οι από κάτω χειροκροτούν. Εκτοξεύουν απειλές για κρεμάλες και γκιλοτίνες και οι πολλοί τους επικροτούν. Αρθρώνουν λόγο ακατάληκτης φλυαρίας, ανάμεσα στις ερυγές και τα εντερικά αέρια χοντροκομμένου χιούμορ, και κάποιοι από κάτω χασκογελούν. Αναγορεύονται αυτάρεσκα σε πολέμιους των επαίσχυντων τοκογλύφων και οι οπαδοί τους παραληρούν. Και ο Ανάχαρσις στέκεται σε μια γωνιά με την ίδια απορία εδώ και αιώνες για το ότι «μεταξύ των Ελλήνων ομιλούν οι σοφοί, αποφασίζουν όμως οι αμαθείς».
Είτε το θέλουν, λοιπόν, ορισμένοι είτε όχι η Πολιτική ως μνήμη κοινών αγώνων και συλλογικών στόχων θα επανέλθει στα υψηλά της βάθρα. Αυτά που προσδιορίζονται από την ευθυκρισία στην σκέψη, την ευθύτητα στον λόγο και την εντιμότητα και το ήθος στην δημόσια συμπεριφορά. Τα σούργελα, με τον καιρό, θα εκλείψουν. Όχι γιατί θα γίνουμε καλύτεροι ως πολίτες, αλλά γιατί και την πολύ την Πάολα την βαριέται κάποτε και ο χειρότερος σκυλάς…
Είναι η μοίρα μας αφημένη σε χέρια δεξιοτεχνών και ανθρώπων με στοιχειώδη επάρκεια γλώσσας, σκέψης και ικανοτήτων έργου; Όχι βέβαια.
Τα σούργελα αξιώνουν της κοινής μας μοίρας το κουβάλημα. Και όσο αυτά την αξιώνουν, τόσο εμείς ενδίδουμε στον τραγικό κύκλο της γένεσης και της φθοράς τους.
Από φόβο; Από οργή; Από άγνοια για τις αυριανές συνέπειες; Από εκείνο το περίεργο και χρόνια τώρα ανεκτόπιστο συναίσθημα πως οι γελωτοποιοί μας αρμόζουν και πως μόνο αυτοί μπορούν να διαχειριστούν τις τύχες μας;
Κάποτε τους ονομάζαμε δημαγωγούς. Οι συγκαιρινοί τους θαυμαστές δεν μπορούν ούτε αυτόν τον τίτλο να διεκδικήσουν με περγαμηνές για το βιογραφικό τους. Γιατί η δημαγωγία απαιτεί ρητορική δεινότητα και αυτοί χειρίζονται τη γλώσσα χειρότερα και από τους βαρβαρισμούς του Αλάριχου. Γιατί η δημαγωγία απευθύνεται στο συναίσθημα του πλήθους και αυτοί οι αχρείοι επενδύουν μονάχα στην οργή του. Γιατί η δημαγωγία στο εν τέλει εξάπτει και λίγη από την ελπίδα του λαού, ενώ αυτοί υποδαυλίζουν μόνο την βία που κείτεται μέσα του.
Είναι αυτός ο Δήμος, ο «γεροχωριάτης, ο αράθυμος, ο μισόκουφος και γκρινιάρης» (κατά τον Αριστοφάνη) που δεν μπορεί να ανεχτεί για πολύ τον Περικλή και καταφεύγει στις σοφιστείες του Κλέωνα. Κοινώς στις παπαριές του κάθε τυχαίου δημαγωγίσκου.
Είναι ελκυστικός ο λόγος του τελευταίου, ασκεί μια σαγήνη το δήθεν τάχα μου ανυπότακτο της φύσης του και, γενικώς, πουλάει στο μέσο πολίτη.
Χρήσιμος για να εκτονώνεις εσύ την οργή σου και να φτιάχνει αυτός καριέρες. Απαραίτητος για να γεννάει μέσα σου την ψευδαίσθηση του οικείου, πως είναι και αυτός ένας σαν και σένα, από τα ίδια υλικά φτιαγμένος, αυτά του πεζοδρομίου και να μπορεί ταυτόχρονα να τα κονομάει και να τακτοποιεί τους δικούς του οικείους. Στις γνωστές αργομισθίες με τα πολλά χιλιάρικα.
Τα σούργελα στην πολιτική αποτελούν ενδημικό φαινόμενο σε περιόδους κρίσης. Είναι αυτή η καταραμένη ανάγκη της κοινωνίας να εκφράσει τη δικαιολογημένη της οργή και μπροστά της δεν λογαριάζει ούτε αισθητικές, ούτε ηθικές ούτε αξίες ούτε τίποτα. Μια οργή, η οποία δεν ορρωδεί ούτε μπροστά στον κίνδυνο γελοιοποίησης της Πολιτικής και απαξίωσης της Δημοκρατίας. Σε περιόδους κρίσης, όταν όλα γύρω μας καταρρέουν, όταν οι βεβαιότητες του βίου μας αμφισβητούνται, το τελευταίο που μας νοιάζει είναι η σοβαρότητα και η ευπρέπεια του δημόσιου χώρου. Τουναντίον. Αυτό ακριβώς επιζητούμε. Να ξεφτιλίσουμε τη διαδικασία που θεωρούμε πως ευθύνεται για τις κατηφοριές της ζωής μας. Να εμπιστευτούμε τους γελοίους και τους γραφικούς για να τους δούμε αργότερα να οξειδώνουν τα κόμματα και τις ηγεσίες τους.
Τα σούργελα αλωνίζουν στον δημόσιο χώρο. Γιατί δεν χαϊδεύουν τα αυτιά του συστήματος και τα λένε έξω από τα δόντια, όπως διατείνονται οι τηλεοπτικοί τους προαγωγοί. Τα σούργελα προμοτάρονται από έγκριτους δημοσιογράφους, στρογγυλοκαθήμενα στα τηλεοπτικά τους πάνελ και φλυαρούν με εκείνο το επιτηδευμένο ύφος του ηλίθιου που δεν έχει την αίσθηση του δημόσιου χώρου και του αμείλικτου του χρόνου που τρέχει και εκδικείται για την όποια καθυστέρηση.
Η μονομέρεια του τηλεοπτικού τους λόγου οδηγεί αναπόφευκτα στη μονομέρεια της δικής μας σκέψης. Αρχίζουμε να σκεφτόμαστε όπως αυτοί. Αλλά τι άλλο είναι ο φασισμός; όπως αναρωτιέται και ο Κυριάκος. Δεν είναι ένας μονόδρομος που αναγκάζει όλους τους πολίτες να βαδίσουν αυτόν και μόνο; Ναι. Αυτό είναι ο φασισμός. Το μονοδιάστατο της σκέψης.
Τα σούργελα ανεβαίνουν στα κάγκελα και οι από κάτω χειροκροτούν. Εκτοξεύουν απειλές για κρεμάλες και γκιλοτίνες και οι πολλοί τους επικροτούν. Αρθρώνουν λόγο ακατάληκτης φλυαρίας, ανάμεσα στις ερυγές και τα εντερικά αέρια χοντροκομμένου χιούμορ, και κάποιοι από κάτω χασκογελούν. Αναγορεύονται αυτάρεσκα σε πολέμιους των επαίσχυντων τοκογλύφων και οι οπαδοί τους παραληρούν. Και ο Ανάχαρσις στέκεται σε μια γωνιά με την ίδια απορία εδώ και αιώνες για το ότι «μεταξύ των Ελλήνων ομιλούν οι σοφοί, αποφασίζουν όμως οι αμαθείς».
Είτε το θέλουν, λοιπόν, ορισμένοι είτε όχι η Πολιτική ως μνήμη κοινών αγώνων και συλλογικών στόχων θα επανέλθει στα υψηλά της βάθρα. Αυτά που προσδιορίζονται από την ευθυκρισία στην σκέψη, την ευθύτητα στον λόγο και την εντιμότητα και το ήθος στην δημόσια συμπεριφορά. Τα σούργελα, με τον καιρό, θα εκλείψουν. Όχι γιατί θα γίνουμε καλύτεροι ως πολίτες, αλλά γιατί και την πολύ την Πάολα την βαριέται κάποτε και ο χειρότερος σκυλάς…
πηγή: aixmi.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου