του Αύγουστου Κορτώ
Σύμφωνα με την επιστήμη, ο
αντιτακτός αντίχειρας ήταν που έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα της
εξέλιξης: την ικανότητα να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί εργαλεία, να
ανάβει φωτιά, να θάβει τους νεκρούς του.
Με τα ίδια τούτα χέρια χτίστηκαν οι πόλεις και τα μνημεία της αρχαιότητας, μ’ αυτά κατασκευάστηκαν τα πρώτα όργανα και χάρη στους νυγμούς των δακτύλων τους ήχησαν οι πρώτες μουσικές φωνές και πήρε ψυχή το λαξευμένο ξύλο.
Όμως τα αληθινά μεγαλειώδη έργα των χεριών είναι και τα απλούστερα, κι αυτά που ενώνουν τον άνθρωπο με τον άνθρωπο: τα χεράκια των μωρών που σφίγγουνε στα τυφλά τον μαστό για να θηλάσουν, τα ίδια μικροσκοπικά αυτά χέρια στο μπουσούλημα, το παιχνίδι, και στην πρώτη εξερεύνηση του κόσμου° τα χέρια ως μέσον για τους ανεκτίμητους θησαυρούς του χαδιού και του κάθε αγγίγματος, κι άλλοτε ως εργαλεία που μέσω της γραφής ή όποιας άλλης τέχνης ανταμώνουν σαν ακροδάχτυλα που ψαύουνε στο χάος τις ψυχές.
Δίνουμε τα χέρια. Τα λεφτά αλλάζουν χέρια. Γεια στα χέρια σου εσύ που με τόση στοργή μαγείρεψες να φάω. Κι εσύ που έπλυνες τα πρώτα ρουχαλάκια μου στο χέρι, και μου τα φόρεσες όταν δεν ήξερα ακόμα πώς να ντύνομαι. Τα ξένα χέρια, και η κάθε ρίμα με τα κοφτερά – σαν χέρια άγρια – μαχαίρια. Χέρι με χέρι περπατούν οι ερωτευμένοι, και τα γεροντάκια από τα χέρια πιάνουνε το στήριγμά τους, στους γαλήνιους περιπάτους του λυκόφωτος.
Χέρια γιατρού και μαίας πρώτη φορά μας βγάζουνε στον κόσμο, κι άλλα που δεν τα νιώθουμε πια μας ξεπροβοδίζουνε στο τέλος. (Κι αν κρυφοκοιτάξεις σε κάμαρα όπου ταίρι, παιδί, ή άλλος συγγενής θρηνεί μπροστά στο νεκροκρέβατο, τα κρύα ασάλευτα χέρια πιο συχνά θα πιάσει να φιλήσει και να πλύνει με το ακριβό νερό των δακρύων).
Κι εγώ με τα δικά μου χέρια σκάρωσα το ταπεινό τούτο εγκώμιο, κοιτώντας μια φωτογραφία όπου ένα παιδί παλεύει ν’ αγγίξει ένα άλλο μέσα απ’ την αδιάβατη απεραντοσύνη του χρόνου και της ανυπαρξίας.
Και για παρηγοριά τα δάχτυλα θα τρέξουνε τώρα πάνω στα πλήκτρα, να ζωντανέψει μουσική πλασμένη από άλλα χέρια θεία, που χώνονται βαθιά σαν χειρουργού και πιάνουνε, και σφίγγουν την καρδιά.
πηγή: protagon.gr
Με τα ίδια τούτα χέρια χτίστηκαν οι πόλεις και τα μνημεία της αρχαιότητας, μ’ αυτά κατασκευάστηκαν τα πρώτα όργανα και χάρη στους νυγμούς των δακτύλων τους ήχησαν οι πρώτες μουσικές φωνές και πήρε ψυχή το λαξευμένο ξύλο.
Όμως τα αληθινά μεγαλειώδη έργα των χεριών είναι και τα απλούστερα, κι αυτά που ενώνουν τον άνθρωπο με τον άνθρωπο: τα χεράκια των μωρών που σφίγγουνε στα τυφλά τον μαστό για να θηλάσουν, τα ίδια μικροσκοπικά αυτά χέρια στο μπουσούλημα, το παιχνίδι, και στην πρώτη εξερεύνηση του κόσμου° τα χέρια ως μέσον για τους ανεκτίμητους θησαυρούς του χαδιού και του κάθε αγγίγματος, κι άλλοτε ως εργαλεία που μέσω της γραφής ή όποιας άλλης τέχνης ανταμώνουν σαν ακροδάχτυλα που ψαύουνε στο χάος τις ψυχές.
Δίνουμε τα χέρια. Τα λεφτά αλλάζουν χέρια. Γεια στα χέρια σου εσύ που με τόση στοργή μαγείρεψες να φάω. Κι εσύ που έπλυνες τα πρώτα ρουχαλάκια μου στο χέρι, και μου τα φόρεσες όταν δεν ήξερα ακόμα πώς να ντύνομαι. Τα ξένα χέρια, και η κάθε ρίμα με τα κοφτερά – σαν χέρια άγρια – μαχαίρια. Χέρι με χέρι περπατούν οι ερωτευμένοι, και τα γεροντάκια από τα χέρια πιάνουνε το στήριγμά τους, στους γαλήνιους περιπάτους του λυκόφωτος.
Χέρια γιατρού και μαίας πρώτη φορά μας βγάζουνε στον κόσμο, κι άλλα που δεν τα νιώθουμε πια μας ξεπροβοδίζουνε στο τέλος. (Κι αν κρυφοκοιτάξεις σε κάμαρα όπου ταίρι, παιδί, ή άλλος συγγενής θρηνεί μπροστά στο νεκροκρέβατο, τα κρύα ασάλευτα χέρια πιο συχνά θα πιάσει να φιλήσει και να πλύνει με το ακριβό νερό των δακρύων).
Κι εγώ με τα δικά μου χέρια σκάρωσα το ταπεινό τούτο εγκώμιο, κοιτώντας μια φωτογραφία όπου ένα παιδί παλεύει ν’ αγγίξει ένα άλλο μέσα απ’ την αδιάβατη απεραντοσύνη του χρόνου και της ανυπαρξίας.
Και για παρηγοριά τα δάχτυλα θα τρέξουνε τώρα πάνω στα πλήκτρα, να ζωντανέψει μουσική πλασμένη από άλλα χέρια θεία, που χώνονται βαθιά σαν χειρουργού και πιάνουνε, και σφίγγουν την καρδιά.
πηγή: protagon.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου