Αγαπώ τα Καλοκαίρια για τη ραστώνη τους. Εκείνη την ανεμελιά
και τη γλυκειά ύπνωση που σου προσφέρουν τα μεσημέρια τα Αυγουστιάτικα πάνω
στην πολύχρωμη πετσέτα με την καυτή άμμο να σου γαργαλάει έξω της τις πατούσες
και το μυθιστόρημα να σε περιμένει από δίπλα με το τσακισμένο φύλλο για τη
συνέχεια. Η αλήθεια είναι ότι είμαι παρατηρητική όχι από επαγγελματική
διαστροφή αλλά από γεννησιμιού μου. Ξαπλωμένη στη σαιζλόνγκ πίσω από τα σκούρα
γυαλιά κι εξασφαλίζοντας έτσι την κρυψώνα που μου δίνει το πλατύγυρο καπέλο
παρατηρώ τους συνέλληνες να τσαλαβουτάνε στα ρηχά και να ρεμβάζουν να τρώνε
κεφτεδάκια και να πίνουν τους καφέδες τους. Αυτό το Καλοκαίρι ανακάλυψα ένα
μοναδικό σκεύος παραλίας που τείνει να γίνει προσφάτως ένα απαραίτητο
συνοδευτικό του ήλιου και της θαλασσας.. Κάτι σαν το καπελάκι μας δηλαδή. Το
ταπεράκι! Από τα τζιπάκια στα..ταπεράκια …Ναι μη γελάτε.
Και αν δεν με απατά η μνήμη μου η κυρία με τα δυο πιτσιρίκια την οποία συναντώ χρόνια τώρα στην ίδια παραλία πάλι και φέτος με το ίδιο μαγιό έσκασε μύτη.
Πάλι Αύγουστος, πάλι ζέστη, πάλι άμμος πάλι παιδάκια γύρω, πάλι καλλίγραμμες νεαρές και γραμμωμένοι νέοι που παίζουν ρακέτες ένα εκατοστό από τη μύτη μου…κι ανάμεσα στο γνουδωτο ταπ-ταπ που κάνει το μπαλάκι σαν χτυπάει με φόρα στο κοντρα πλακέ της ρακέτας προσπαθώ να εντοπίσω αυτή την κολοσσιαία μετάπτωση αυτής της δεκατετραετίας από την ευδιάκριτη ευφορία στην εξίσου ευδιάκριτη μελαγχολία του σήμερα!
Τότε εκείνο το τόσο μακρινό τότε, που όλα ήταν μια εικονική πραγματικότητα, την οποία όλοι μας ζήσαμε ως το μεδούλι, σαν παίκτες reality show όπου μόνο εμείς είμαστε θεατές του ίδιου του εαυτού μας.
Για όλη εκείνη την ευφορία μιλάω που είχε γίνει η εθνική μας τρέλα και η έννοια της ρευστοποίησης είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις γιατί τότε όλα έπρεπε και όφειλαν να μετατραπούν στο κέρας της Αμάλθειας που λεγόταν Μετοχή!
Τότε που η πίστη σε όλο της το μεγαλείο είχε απογειωθεί τόσο που μέχρι και τη σύνταξη της γιαγιάς, την αγροτική παραγωγή της χρονιάς , τον κουμπαρά του Ταμιευτηρίου τα παίρναμε και τα παίζαμε σε μια καλή πληροφορία!
Όλοι και μη μου κρυβόσαστε πίσω από το δάχτυλο σας είχαμε πιαστεί γαϊτανάκι και χορεύαμε αυτό το χορό ( που μαθηματικά οδηγούσε στο Ζάλογγο) Ανοίγαμε τσίτα τα γκάζια στο ράδιο και τραγουδούσαμε “δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη”!
Εκείνο το πλαστικό σκεύος που συνόδευε παλιά
τις εκδρομές μας και η μάνα μου το ξεχείλιζε με κεφτεδάκια και χορτόπιτες. Αυτό
λοιπόν το φτωχικό ταπεράκι σε όλα τα χρώματα και μεγέθη έκανε ξανά προσφάτως
την επανεμφάνιση του ακόμα και στις κοσμικές Ελληνικές παραλίες από την
Κρήτη ως την Θάσο….
Και ο καφές στο σέικερ είναι το
παρασύνθημα. Το χαρτζιλίκι έτσι λένε το μηνιάτικο ( για όσους τυχερούς ακόμα το
διαθέτουν) που εξοικονομήθηκε με κόπο για τις ολιγοήμερες διακοπές δεν
περισσεύει ούτε για το καθιερωμένο φραπόγαλο του νεοέλληνα!Και αν δεν με απατά η μνήμη μου η κυρία με τα δυο πιτσιρίκια την οποία συναντώ χρόνια τώρα στην ίδια παραλία πάλι και φέτος με το ίδιο μαγιό έσκασε μύτη.
Οι παρέες όλο και πιο συχνά την πέφτουν στην χνουδωτή
ξεθωριασμένη πια πετσέτα που στρώνουν χαμέ στην άμμο αγνοώντας επιδεικτικά την
ενοικιαζόμενη ομπρέλα με τις 2 ξαπλώστρες καθώς και το μαυρισμένο από τον ήλιο
παλικαράκι με τη βερμούδα και τη σαγιονάρα που περιμένει να εισπράξει το
αντίτιμο.
Έτσι
προσπαθώ να γυρίσω ξανά το Καλοκαίρι δεκατέσσερα Καλοκαίρια πριν…Πάλι Αύγουστος, πάλι ζέστη, πάλι άμμος πάλι παιδάκια γύρω, πάλι καλλίγραμμες νεαρές και γραμμωμένοι νέοι που παίζουν ρακέτες ένα εκατοστό από τη μύτη μου…κι ανάμεσα στο γνουδωτο ταπ-ταπ που κάνει το μπαλάκι σαν χτυπάει με φόρα στο κοντρα πλακέ της ρακέτας προσπαθώ να εντοπίσω αυτή την κολοσσιαία μετάπτωση αυτής της δεκατετραετίας από την ευδιάκριτη ευφορία στην εξίσου ευδιάκριτη μελαγχολία του σήμερα!
Για αυτήν
την ευφορία μιλάω, την ευφορία της παραίσθησης που ζήσαμε νομίζοντας πως
είμασταν κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαστε..Τότε που ο Ελληνάκος
γνώρισε τις δύσβατες ορεινές διαδρομές της χώρας του με τα 4×4 . Τότε που
ανακάλυψε την ευεργετική επίδραση της εικοσάλεπτης πρωινής προπόνησης στην
ιδιωτική του πισίνα .Τότε που ένα Σαββατοκύριακο στο Λονδίνο για να ψωνίσεις
κουρτίνες για το καθιστικό φάνταζε ευκολότερο από το να κατέβεις στην Ερμού και
να παρκάρεις στον Χυτήρογλου.
Τότε
που το δημόσιο σχολείο δεν ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης στα πηγαδάκια των
κυριών των Β προαστίων που άλλαζαν στον άτακτο κανακάρη τους τα ιδιωτικά
σχολεία όπως ο σύζυγος άλλαζε τα επώνυμα πουκαμισάκια του.Τότε εκείνο το τόσο μακρινό τότε, που όλα ήταν μια εικονική πραγματικότητα, την οποία όλοι μας ζήσαμε ως το μεδούλι, σαν παίκτες reality show όπου μόνο εμείς είμαστε θεατές του ίδιου του εαυτού μας.
Για όλη εκείνη την ευφορία μιλάω που είχε γίνει η εθνική μας τρέλα και η έννοια της ρευστοποίησης είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις γιατί τότε όλα έπρεπε και όφειλαν να μετατραπούν στο κέρας της Αμάλθειας που λεγόταν Μετοχή!
Τότε που η πίστη σε όλο της το μεγαλείο είχε απογειωθεί τόσο που μέχρι και τη σύνταξη της γιαγιάς, την αγροτική παραγωγή της χρονιάς , τον κουμπαρά του Ταμιευτηρίου τα παίρναμε και τα παίζαμε σε μια καλή πληροφορία!
Όλοι και μη μου κρυβόσαστε πίσω από το δάχτυλο σας είχαμε πιαστεί γαϊτανάκι και χορεύαμε αυτό το χορό ( που μαθηματικά οδηγούσε στο Ζάλογγο) Ανοίγαμε τσίτα τα γκάζια στο ράδιο και τραγουδούσαμε “δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη”!
Ήταν
εκείνο το Καλοκαίρι του ’99 που φτάσαμε να κλείσουν οι φούρνοι στην
Κολοπετεινίτσα, για να ανοίξουν γραφεία ΕΛΔΕ…
Ήταν
εκείνο το Καλοκαίρι που οι κωδικοί των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο μετοχών
έφταναν στο ένα και μισό εκατομμύριο , όταν το δυναμικό του συνόλου των
εργαζομένων της χώρας μας ήταν τεσσεράμισι εκατομμύρια. Ήταν εκείνο το
Καλοκαίρι που μπήκαν στο τζόγο του Χρηματιστηρίου ως και μικροεταιρείες που
τύλιγαν από σφολιάτα για τυρόπιτα ως και περιοδικά για νεόπλουτους
περιφερόμενους.
Εκείνο
το Καλοκαίρι που 100 δις άλλαξαν χέρια και που φυσικά έχασαν ποιοι άλλοι; Οι
μικροεπενδυτές!
Ήταν
εκείνο το Καλοκαίρι που όλο αυτό το πανηγύρι είχε τις ευλογίες της αγιαστούρας
της επίσημης πολιτείας που οι εκπρόσωποι της έβγαιναν κι έλεγαν ανθυπομειδιώντας
πως ”Η χρηματιστηριακή άνοδος είναι σαφές και καθοριστικό δείγμα της επιτυχίας
της οικονομικής μας πολιτικής!”
Τώρα,
δεκατέσσερα χρόνια μετά τις προσφορές των τραπεζών για διακοποδάνεια, τα δάνεια
για επεκτάσεις επιχειρήσεων, μετά τις αγροτικές επιδοτήσεις( για το θάψιμο της
ετήσιας παραγωγής σου), τώρα που το τοπίο απογυμνώθηκε, η εργασία από
κοινωνικό δικαίωμα έγινε προνόμιο και μάλιστα απλήρωτο ή και λαχείο, τώρα η
νομιμότητα έγινε ανέκδοτο, τώρα τα μεταπτυχιακά γίνανε κουρελόχαρτα και τα συσσίτια
θεσμός, τώρα που η κατάργηση της εγγύησης καταθέσεων και η κατάσχεση της πρώτης
κατοικίας είναι προ των πυλών… βγήκαν ως και τα τάπερ στις παραλίες!
Τώρα
είναι η ώρα να αναλογιστεί ο καθένας μας τη θέση του στην κοινωνία έτσι ώστε η
ατομική συνείδηση να γίνει κάποια στιγμή συλλογική ευθύνη…
http://xeimwniatikhliakada.wordpress.com
Ακόμα ένα υπέροχο κείμενο σταχυολογημένο από τα χιλιάδες που κατακλύζουν το διαδίκτυο,ακόμα και... στην αυλαία της καλοκαιρινής ρασθώνης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιλικρινές, με διαπιστώσεις και παραίνεση, δικαίωμα στην ελπίδα πλέον η αυτογνωσία που το χαρακτηρίζει,...σήμερα που τα ληγμένα τρόφιμα, από δυνητική επιλογή μας,γίνονται στην ουσία μέσο επιβίωσης.
Και μη χειρότερα και δεν ξέρω πόσο...