του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη
Η δίψα για δημοσιότητα έχει καταντήσει τον δημόσιο λόγο κουρέλι. Σε μια εποχή που η αξία του λόγου, του έργου, της δημιουργικότητας και μιας σειράς άλλων εκλεκτών ιδιοτήτων εξαρτώνται αποκλειστικά από το μέγεθος και όχι την ποιότητα, η έννοια της αξίας δοκιμάζεται πιο βάναυσα κι από την εθνική μας οικονομία. Οι εθνικές μας αξίες έγκεινται στην ακράτεια σκέψης και λόγου, στη θρασύτητα και στην ογκώδη αυτοπροβολή – υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, φυσικά.
Στη χώρα μας για να ακουστεί κανείς, πρέπει να είναι αναγνωρίσιμος – όχι αναγνωρισμένος – είτε κατ’ όνομα είτε κατά πρόσωπο. Πρέπει να έχει λάβει την ευλογία των μέσων – τα οποία έχουν ανάγει την αναγνωρισιμότητα σε υπέρτατη εθνική αξία. Οι άνθρωποι όλων των μέσων, προκειμένου να επιβάλλουν την επαγγελματική τους ανεπάρκεια και να υποστηρίξουν τη φυσική τους ραθυμία να μην ανακαλύψουν αλλά να πουλήσουν κατεψυγμένο εμπόρευμα, συντρίβουν στο διάβα τους κάθε είδους αξία που συναντούν.
Έτσι έχουμε ηθοποιούς, τραγουδιστές, συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κάτω του μετρίου, για να μπορούν ως γελωτοποιοί να υποστηρίζουν την εκάστοτε Μενεγάκη της καθημερινότητάς μας. Το δε συμπέρασμα, εκτός από απογοητευτικό, είναι και εντυπωσιακό, μιας και η μόνη αυθεντική περσόνα εδώ και δεκαετίες σε αυτό τον τόπο είναι η «τύπου» Μενεγάκη.
Απογοητευτικότερο είναι το γεγονός ότι οικοδομήσαμε μια κοινωνία όπου ένας ηλίθιος μάγειρας της τηλεόρασης έχει πιο βαρύνουσα γνώμη από το σύνολο των πανεπιστημίων αυτής της χώρας. Ακόμα πιο απογοητευτικό είναι ότι δεν υπάρχει στην ουσία πνευματική ελίτ να αντικαταστήσει τη γνώμη του μάγειρα, παρά μόνο αρωματικοί μαϊντανοί να συμπληρώσουν το μενού που προσφέρει συστηματικά το κατεστημένο της μεταπολίτευσης.
Εδώ βρίσκεται και η ουσία του προβλήματος. Δεν παράγουμε ούτε φαγητά, ούτε σκέψεις, κατά συνέπεια ούτε διάλογο, την κορυφαία στιγμή ενός αξιοπρεπούς συμποσίου! Αν παρατηρήσουμε αυτές τις διαστρεβλώσεις, τότε μόνο θα αρχίσουμε να έχουμε μια πρώτη ουσιαστική εντύπωση της βαθύτατης κρίσης που περνάμε ως χώρα και ως κοινωνία.
Με δυο λόγια, δεν μπορεί να σταθεί μια κοινωνία μόνο με τα χάχανα των πρωινάδικων· χρειάζεται να παράγει σκέψεις και ιδέες κι όχι διανοουμενίστικες «κοινωνιολογικές» προσεγγίσεις για τα σκυλάδικα.
Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε χάσει την κριτική μας δυνατότητα ως κοινωνία. Αυτό έχει αποτέλεσμα να βλέπουμε μονίμως τον χλεχλέ και σπανίως τον βλακώδη του λόγο κριτικά. Εκείνο λοιπόν που θα έπρεπε να αποτελεί το βασικό ενδιαφέρον μιας κοινωνίας είναι το ίδιο της το περιεχόμενο. Παρακολουθούμε σε καθημερινή βάση μια σειρά πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι αισθάνονται την ασυγκράτητη ανάγκη να εκφράσουν δημόσια την άποψή τους – ραντίζοντας το μενού των ειδήσεων της ημέρας με ολίγη διανόηση. Η κατινιά και η αμετροέπεια ταυτίστηκε με τη συγγραφική ιδιότητα. Δυστυχώς έχουμε συνωστισμό από υποψήφιες Βουγιουκλάκη στη λογοτεχνία μας...
Μια από τις πολλές εθνικές παρεξηγήσεις που εμπεριέχει ένα είδος παραλογισμού, είναι ότι εντοπίζουμε καθ’ έξη όλα τα κακά της φυλής στους πολιτικούς – οι όποιοι εμφανίζονται να είναι οι μοναδικοί που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους σε αυτό τον τόπο. Ωστόσο, εδώ δεν θα ξεφύγω από τον πειρασμό να τονίσω ότι είναι οι μοναδικοί που περνούν εξετάσεις και σκληρή αξιολόγηση, διά της ψήφου. Η πλέον απαξιωμένη κοινωνική ομάδα για τον λαό είναι αυτή ακριβώς που αξιολογείται από τη λαϊκή ψήφο, δηλαδή από τον λαό!
Αυτό δεν αποτελεί συνηγορία υπέρ των πολιτικών, ούτε απόπειρα συμψηφισμού των τεράστιων ευθυνών τους, αλλά υπέρ της κοινής λογικής που μαρτυρά μια σκληρή αλήθεια. Σε μια κοινωνία συνολικής παρακμής σαν αυτή που βιώνουμε στις μέρες μας δεν είναι δυνατό οι μόνοι άχρηστοι να είναι οι πολιτικοί και να εξαιρούνται βολικά οι υπόλοιποι.
Είναι επίσης βέβαιο ότι όπως δεν διαθέτουμε ούτε κατά διάνοια σοβαρή παιδεία – σε όλες τις βαθμίδες –, σοβαρή υγεία, σοβαρή δημόσια διοίκηση, σοβαρούς επιχειρηματίες, έτσι δεν διαθέτουμε και σοβαρούς συγγραφείς, καλλιτέχνες, ηθοποιούς, τραγουδιστές, συνθέτες και σκηνοθέτες. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις δεν αποτελούν κανόνα, ούτε κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνει την απαράδεκτη ανεπάρκειά μας.
πηγή: topontiki.gr
Η δίψα για δημοσιότητα έχει καταντήσει τον δημόσιο λόγο κουρέλι. Σε μια εποχή που η αξία του λόγου, του έργου, της δημιουργικότητας και μιας σειράς άλλων εκλεκτών ιδιοτήτων εξαρτώνται αποκλειστικά από το μέγεθος και όχι την ποιότητα, η έννοια της αξίας δοκιμάζεται πιο βάναυσα κι από την εθνική μας οικονομία. Οι εθνικές μας αξίες έγκεινται στην ακράτεια σκέψης και λόγου, στη θρασύτητα και στην ογκώδη αυτοπροβολή – υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, φυσικά.
Στη χώρα μας για να ακουστεί κανείς, πρέπει να είναι αναγνωρίσιμος – όχι αναγνωρισμένος – είτε κατ’ όνομα είτε κατά πρόσωπο. Πρέπει να έχει λάβει την ευλογία των μέσων – τα οποία έχουν ανάγει την αναγνωρισιμότητα σε υπέρτατη εθνική αξία. Οι άνθρωποι όλων των μέσων, προκειμένου να επιβάλλουν την επαγγελματική τους ανεπάρκεια και να υποστηρίξουν τη φυσική τους ραθυμία να μην ανακαλύψουν αλλά να πουλήσουν κατεψυγμένο εμπόρευμα, συντρίβουν στο διάβα τους κάθε είδους αξία που συναντούν.
Έτσι έχουμε ηθοποιούς, τραγουδιστές, συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κάτω του μετρίου, για να μπορούν ως γελωτοποιοί να υποστηρίζουν την εκάστοτε Μενεγάκη της καθημερινότητάς μας. Το δε συμπέρασμα, εκτός από απογοητευτικό, είναι και εντυπωσιακό, μιας και η μόνη αυθεντική περσόνα εδώ και δεκαετίες σε αυτό τον τόπο είναι η «τύπου» Μενεγάκη.
Απογοητευτικότερο είναι το γεγονός ότι οικοδομήσαμε μια κοινωνία όπου ένας ηλίθιος μάγειρας της τηλεόρασης έχει πιο βαρύνουσα γνώμη από το σύνολο των πανεπιστημίων αυτής της χώρας. Ακόμα πιο απογοητευτικό είναι ότι δεν υπάρχει στην ουσία πνευματική ελίτ να αντικαταστήσει τη γνώμη του μάγειρα, παρά μόνο αρωματικοί μαϊντανοί να συμπληρώσουν το μενού που προσφέρει συστηματικά το κατεστημένο της μεταπολίτευσης.
Εδώ βρίσκεται και η ουσία του προβλήματος. Δεν παράγουμε ούτε φαγητά, ούτε σκέψεις, κατά συνέπεια ούτε διάλογο, την κορυφαία στιγμή ενός αξιοπρεπούς συμποσίου! Αν παρατηρήσουμε αυτές τις διαστρεβλώσεις, τότε μόνο θα αρχίσουμε να έχουμε μια πρώτη ουσιαστική εντύπωση της βαθύτατης κρίσης που περνάμε ως χώρα και ως κοινωνία.
Με δυο λόγια, δεν μπορεί να σταθεί μια κοινωνία μόνο με τα χάχανα των πρωινάδικων· χρειάζεται να παράγει σκέψεις και ιδέες κι όχι διανοουμενίστικες «κοινωνιολογικές» προσεγγίσεις για τα σκυλάδικα.
Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε χάσει την κριτική μας δυνατότητα ως κοινωνία. Αυτό έχει αποτέλεσμα να βλέπουμε μονίμως τον χλεχλέ και σπανίως τον βλακώδη του λόγο κριτικά. Εκείνο λοιπόν που θα έπρεπε να αποτελεί το βασικό ενδιαφέρον μιας κοινωνίας είναι το ίδιο της το περιεχόμενο. Παρακολουθούμε σε καθημερινή βάση μια σειρά πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι αισθάνονται την ασυγκράτητη ανάγκη να εκφράσουν δημόσια την άποψή τους – ραντίζοντας το μενού των ειδήσεων της ημέρας με ολίγη διανόηση. Η κατινιά και η αμετροέπεια ταυτίστηκε με τη συγγραφική ιδιότητα. Δυστυχώς έχουμε συνωστισμό από υποψήφιες Βουγιουκλάκη στη λογοτεχνία μας...
Μια από τις πολλές εθνικές παρεξηγήσεις που εμπεριέχει ένα είδος παραλογισμού, είναι ότι εντοπίζουμε καθ’ έξη όλα τα κακά της φυλής στους πολιτικούς – οι όποιοι εμφανίζονται να είναι οι μοναδικοί που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους σε αυτό τον τόπο. Ωστόσο, εδώ δεν θα ξεφύγω από τον πειρασμό να τονίσω ότι είναι οι μοναδικοί που περνούν εξετάσεις και σκληρή αξιολόγηση, διά της ψήφου. Η πλέον απαξιωμένη κοινωνική ομάδα για τον λαό είναι αυτή ακριβώς που αξιολογείται από τη λαϊκή ψήφο, δηλαδή από τον λαό!
Αυτό δεν αποτελεί συνηγορία υπέρ των πολιτικών, ούτε απόπειρα συμψηφισμού των τεράστιων ευθυνών τους, αλλά υπέρ της κοινής λογικής που μαρτυρά μια σκληρή αλήθεια. Σε μια κοινωνία συνολικής παρακμής σαν αυτή που βιώνουμε στις μέρες μας δεν είναι δυνατό οι μόνοι άχρηστοι να είναι οι πολιτικοί και να εξαιρούνται βολικά οι υπόλοιποι.
Είναι επίσης βέβαιο ότι όπως δεν διαθέτουμε ούτε κατά διάνοια σοβαρή παιδεία – σε όλες τις βαθμίδες –, σοβαρή υγεία, σοβαρή δημόσια διοίκηση, σοβαρούς επιχειρηματίες, έτσι δεν διαθέτουμε και σοβαρούς συγγραφείς, καλλιτέχνες, ηθοποιούς, τραγουδιστές, συνθέτες και σκηνοθέτες. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις δεν αποτελούν κανόνα, ούτε κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνει την απαράδεκτη ανεπάρκειά μας.
πηγή: topontiki.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου