του Τάσου Γιαννίτση
Η κρίση αντιμετωπίστηκε μέχρι τώρα
ως παίγνιο εξουσίας. Το κάθε τμήμα της κοινωνίας αυτής, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η Αστυνομία,
τα συνδικάτα, η πνευματική ελίτ και όλοι τέλος πάντων, λειτουργούν μέσα στο
κουτάκι που έχουν μάθει εδώ και δεκαετίες. Είναι ίσως λογικό και δεν μπορεί να
περιμένει κανείς τίποτα διαφορετικό. Όμως τουλάχιστον η πολιτική πρέπει να
φύγει από το κουτάκι της που ανέμελα οδήγησε στην απόλυτη κατάρρευση και να
αρχίσει να ξυπνάει τα «άλλα κουτάκια».
"Τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο δεν τον
γνώριζα. Ούτε τον Νίκο Ρωμανό. Ξέρω όμως ή μπορώ να φανταστώ τι σημαίνει να
δολοφονείται ένας νέος έτσι, παράλογα. Να τον βλέπεις να ξεψυχάει δίπλα σου και
μετά να βιώνεις μια ολόκληρη καφκική διαδικασία με συνηγόρους ή μάρτυρες να
εξαπολύουν κάθε είδους βρώμικες προτάσεις ή να παίζουν με κάθε είδους νόμιμες
διαδικασίες για να πετύχουν ένα βρώμικο αποτέλεσμα".
Τον Δεκέμβριο του 2008 η πολιτική συντρίφτηκε. Όποιος ελάχιστα μπορούσε να δει λίγο πιο μακριά, να δει τις
προεκτάσεις των γεγονότων, θα έβλεπε ότι πίσω από όσα έγιναν και πίσω από τον
τρόπο που λειτούργησαν τότε οι υπεύθυνοι γεννιόταν η μήτρα για νέα δεινά της
χώρας. Ότι όταν έχουν ξεχυθεί δεκάδες χιλιάδες νέοι ηλικίας 15 με 18 ετών,
χώρια οι γονείς τους και άλλοι, σε δρόμους και πλατείες - σε μια εποχή που
η οικονομική κρίση δεν είχε καν γίνει ακόμα αισθητή -, τα ίχνη που μένουν είναι
πολιτικά επικίνδυνα. Γι' αυτό, τότε, η πολιτική συντρίφτηκε για δύο λόγους. Όχι
μόνο για το τι έγινε, όσο κυρίως για το πώς κατανόησε το θέμα.
Μετά, λίγους μήνες αργότερα, ήρθε η οικονομική κατάρρευση. Ήρθαν και νέες
δολοφονίες και νέοι σκοτωμοί. Το μίσος
λειτούργησε πολλαπλασιαστικά. Όπως ο πολλαπλασιαστής του ΔΝΤ. Νέα παιδιά της
Αστυνομίας χάθηκαν άδικα, μόνο και μόνο γιατί το μίσος άρχισε να κτυπά
αδιάκριτα. Τρεις εργαζόμενοι συνειδητά κάηκαν ζωντανοί - δεν κάηκαν, τους
έκαψαν - μπροστά στα μάτια ατόμων που δεν έκαναν τίποτα για να το αποτρέψουν,
γιατί το μίσος ξανακτύπησε και μάλιστα στη διάρκεια μιας πορείας διαμαρτυρίας
για τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Το γκροτέσκο σε
αποθέωση.
Στη συνέχεια η παράνοια, η βία, το μίσος απλώνονται. Ο φασισμός βρίσκεται στο Κοινοβούλιο, τα μέλη του, αλλά και στελέχη άλλων
κομμάτων, εκφέρουν μέσα (και έξω φυσικά) στον ναό της Δημοκρατίας βαρύτατες
απειλές άσκησης βίας, που παραβιάζουν βαθύτατα το Σύνταγμα και μάλιστα την
καρδιά του, τα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς κανείς να κάνει το καθήκον που έχει
ορκιστεί στο Σύνταγμα ότι θα κάνει. Αντίθετα, δεν έχει πρόβλημα να εκτονώνεται
στο άνετο, εκτοξεύοντας μύδρους και απειλές, όταν μάρτυρες στην (αρνητικά)
περίφημη Προανακριτική Επιτροπή, έπειτα από απίστευτες ώρες γελοίων φαινομένων,
τολμούν να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους λέγοντας ότι επιτέλους κατέθεσαν όσα
όφειλαν, αλλά το τσίρκο είναι ώρα να τελειώνει και δεν μπορούν να παίζουν τον
ρόλο του ζογκλέρ για μια παράσταση που έχει βγει έξω από τα συνταγματικά όρια,
και που πρώτοι οι πατέρες και μητέρες του έθνους θα όφειλαν να σεβαστούν.
Έξω από τη Βουλή οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι σχεδόν
καθημερινές, κυρίως, αλλά όχι μόνο, εις βάρος μεταναστών. Πολλοί μετανάστες είναι μπλεγμένοι σε δίκτυα εγκληματικότητας. Δεν
είναι διόλου μόνοι ούτε οι μόνοι. Την πόρτα για τον κόσμο αυτό την ανοίξαμε
εμείς γιατί είδαμε σε αυτούς έναν καλό μοχλό εκμετάλλευσης. Στην αρχή ήταν οι
Κούρδοι. Ας μη θυμηθώ γιατί. Στη συνέχεια οι χιλιάδες Βορειοηπειρώτες.
Ακολούθησαν όλοι όσοι έψαχναν κυριολεκτικά απεγνωσμένα ένα κομμάτι ψωμί, όταν
οι χώρες τους κατέρρευσαν. Τους πήραμε, για αρκετά χρόνια τους πληρώσαμε
ψίχουλα, μειώσαμε τον πληθωρισμό μας, φτιάξαμε έργα και σπίτια, φουσκώσαμε τα
εισοδήματα αγροτών και πολλών άλλων, τονώσαμε την ανάπτυξή μας, βελτίωσαν κι
αυτοί σιγά σιγά τη θέση τους, αρκετοί άρχισαν να ενσωματώνονται με απρόβλεπτα
ομαλό τρόπο στον κοινωνικό ιστό.
Ακολούθησαν πολλοί άλλοι, γιατί είτε ως Κράτος σταθήκαμε ανίκανοι να
προστατεύσουμε τα σύνορά μας είτε τοπικές μαφίες σε συνεργασία με αλλοδαπές που
ισχυροποιήθηκαν εδώ, ένα πολυδαίδαλο κουβάρι γύρω από νταβατζήδες, ναρκωτικά
και κάθε είδους σκληρά παράνομες δραστηριότητες, Κύριος οίδε με ποιες
διασυνδέσεις, επέτρεψαν χωρίς καμιά αντίσταση να φτάσουμε εδώ. Η πολιτική
συντρίφτηκε πάλι. Συντρίφτηκε, όχι απλώς απέτυχε. Δεν συντρίφτηκε απότομα, όπως
τον χειμώνα του 2008, συντρίφτηκε όμως βαθμιαία, σιωπηλά. Και στις δύο ή
περισσότερες περιπτώσεις, η κοινωνία πληρώνει το κόστος. Ένα κόστος που έχει
πια γίνει θανάσιμο, επειδή η πολιτική δεν συντρίφτηκε μόνο στα παραπάνω
παραδείγματα. Συντρίφτηκε πολύ περισσότερο από την ανικανότητά της να μη φτάσει
η χώρα στην παράνοια της κρίσης, στην απόλυτη κατάρρευση, στην προσωπική και
οικογενειακή απόγνωση, στην απουσία ελπίδας των νέων που φεύγουν έξω και την
προκλητική επίκριση του φαινομένου αυτού από άτομα που μέσα στην ευμάρεια που
όλοι γνωρίζουν πως σώρευσαν, ενοχλούνται για το εθνικό κατάντημα. Ενοχλούνται
τώρα. Ποτέ πριν. Θυμήθηκαν και αυτοί ξαφνικά τις «κόκκινες γραμμές τους».
Σήμερα, είδαμε τις - από πολλές οπτικές - θλιβερές εξελίξεις του
δράματος. Ενός δράματος που θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί: «Η πολιτική ως
τραγωδία σε πολλαπλές πράξεις» ή «Τα ερείπια του πολιτικού
ναρκισσισμού». Η Δημοκρατία της Μεταπολίτευσης τρέχει στην τσουλήθρα
του εκφυλισμού. Το διακύβευμα της κρίσης σήμερα μαζί με όλα τα οικονομικά και
κοινωνικά φαινόμενα, είναι η ίδια η Δημοκρατία. Τα προβλήματα απαιτούν πολιτική
σκέψη, πολιτική αντιμετώπιση, πολιτική ευαισθησία.
Η κρίση αντιμετωπίστηκε μέχρι τώρα ως παίγνιο εξουσίας. Το κάθε τμήμα της κοινωνίας αυτής, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η Αστυνομία,
τα συνδικάτα, η πνευματική ελίτ και όλοι τέλος πάντων, λειτουργούν μέσα στο
κουτάκι που έχουν μάθει εδώ και δεκαετίες. Είναι ίσως λογικό και δεν μπορεί να
περιμένει κανείς τίποτα διαφορετικό. Όμως τουλάχιστον η πολιτική πρέπει να
φύγει από το κουτάκι της που ανέμελα οδήγησε στην απόλυτη κατάρρευση και να
αρχίσει να ξυπνάει τα «άλλα κουτάκια».
Γιατί το έργο αυτό είναι αποκλειστικά δική της ευθύνη. Έχει πια μπροστά της
πάρα πολλά δείγματα ότι «το πράγμα δεν πάει καλά». Όσοι βρήκαν νέο παιχνίδι
στην ασχολία τους με το αν ο πολλαπλασιαστής του ΔΝΤ είναι 0,5 ή 1,7 θα
προσέφεραν κάτι περισσότερο αν άρχιζαν να αναρωτιούνται μήπως ο αρνητικός
πολλαπλασιαστής, όχι της οικονομικής αλλά της ολικής μας αποτυχίας, είναι 50 ή
250 και πού μας πάει αυτό.
πηγή tvxs.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου