"Κοινότοπες σκέψεις, που έχουν όμως ξεχαστεί"


του Γιώργου Κιμούλη
 
Ας τελειώσουμε κάποια στιγμή με τα διφορούμενα και τις υπεκφυγές περί διανόησης. Ο Διανοούμενος παράγει ιδέες μέσω του έργου του, όποιες και να ‘ναι οι ιδέες.  Σημαντικές ή ασήμαντες. Αυτή είναι η εργασία του. Η παραγωγή ιδεών διαμορφώνει συνειδήσεις κι αυτή είναι ευθύνη του. Η ευθύνη πάντα δημιουργεί υποχρέωση. Όσο κι αν δε μας αρέσει ν’ ακούγεται – ο διανοούμενος (φιλόσοφος, επιστήμονας, καλλιτέχνης, δημοσιογράφος κ.ο.κ.) είναι ένας προνομιούχος!  Έχει το προνόμιο να κερδίζει τα προς το ζην του με τη σκέψη του. Μία από τις βασικές του υποχρεώσεις λοιπόν είναι να ανταποδίδει στον κοινωνικό του χώρο ένα μέρος του προνομίου αυτού. Οφείλει πάνω απ’ όλα να συγκρούεται με κάθε μορφή εξουσίας, όταν αυτή καταστρατηγεί τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας. Άρα ποτέ δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια στη φτώχεια, στην εκμετάλλευση, στην απόρριψη και στον αποκλεισμό! Οφείλει συνεχώς να σκέφτεται και να αντιδρά έχοντας ως βασικό του όπλο τον ίδιο του το λόγο. Η πολιτικοποίησή του ήταν ανέκαθεν η βασική του υποχρέωση. Ο διανοούμενος με λίγα λόγια είναι κάποιος, που “φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν”, γι’ αυτό και το βασικό χαρακτηριστικό του είναι η εμμένεια στην εξαίρεση. Εκεί κατοικεί!
 
Τις τελευταίες αυτές δεκαετίες, ήταν της μόδας οι υποχρεώσεις του διανοούμενου να σταματούν στην αποκλειστική του ενασχόληση με το έργο του. Η πολιτική του στράτευση εθεωρείτο παλιομοδίτικο αριστερό παραλήρημα. Ξεκίνησε έτσι μία “μετακόμιση” από τα “κατσάβραχα” της εξαίρεσης στο κέντρο των κανόνων και των πραγμάτων, με αποτέλεσμα ένα αποενοχοποιημένο σουλάτσο στον κομφορμισμό, το οποίο κατέληγε σε μία εθελούσια δουλεία στη πολιτική καμαρίλα. Όσοι δεν ακολούθησαν αυτήν την κατρακύλα ή κλείστηκαν σπίτι τους ή συνέχισαν την προσπάθειά τους παραμένοντας στη θέση τους, αλλά χωρίς στην ουσία να έχουν τρόπο ν’ ακουστεί ο λόγος τους δημόσια, αφού ο δημόσιος λόγος είχε πλέον τηλεοπτικοποιηθεί. Τώρα ήρθε η στιγμή του τέλους αυτής της εκδρομής. Ήρθε η στιγμή να βρει, να δει, να πει ο καθείς με ποιους θα ζει και ποιους θα εγκαταλείψει. Είναι η ελάχιστη συγνώμη σ’ αυτήν την ανόητη ιδιώτευση των τελευταίων ετών. Το σύνθημα “ανήκω στον εαυτό μου και στο έργο μου” δεν αντέχει πλέον. Τελείωσαν οι ποντιοπιλατισμοί. Ή είσαι με τους διανοούμενους, που δεν φοβούνται να συγκρουστούν με μία εξουσία, που καταστρατηγεί με τον πιο εμφανή και ανάλγητο τρόπο τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας και άρα δεν κλείνουν τα μάτια στη φτώχεια, την εκμετάλλευση, την απόρριψη και τον αποκλεισμό - ακόμη κι αν κάποιοι τα θεωρούν όλα αυτά λαϊκίστικες ρητορείες ή ανήκεις στους περίφημους “σταθεροποιητές διανοούμενους”. 
"σταθεροποιητές" (les stabilisateurs), σύμφωνα με τον Jean Claude Milner, είναι η κοινωνική ομάδα, που αποτελείται, ως επί το πλείστον, από "επαγγελματίες διανοούμενους", οι οποίοι έχουν αναλάβει τη σταθερότητα και τη συνέχιση της υπάρχουσας κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής τάξης. Πολλοί απ’ αυτούς προέρχονται από το χώρο της αριστεράς. Είναι πρώην προοδευτικοί ή τουλάχιστον έτσι τους άρεσε κάποτε να αυτοαποκαλούνται.  Χρησιμοποιούν ένα μαρξικό λεξιλόγιο και συστήνονται ως πρώην αριστεροί, που ανένηψαν για να εξελιχθούν σε δραστήριους υπερασπιστές του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό το σύγχρονο πρόσωπο του κονσερβατισμού είναι μόνον ένα αντίτιμο των προνομίων, που απολαμβάνουν; Δεν νομίζω. Απ’ ό,τι φαίνεται ο λόγος τους δεν πηγάζει από μία συνειδητή ψυχρή προστασία των προσωπικών τους συμφερόντων. Θα ήταν άδικο λοιπόν, αν το υπεστήριζε κάποιος. Αντιθέτως είναι εμφανές το πάθος και η πίστη τους, πως διακονούν το δίκαιο, το σωστό και το ορθό. Κανείς δεν είναι τόσο ανέντιμος, ώστε να γράφει κάτι, που δεν πιστεύει. Απλώς δεν έχουν διερωτηθεί, πώς γίνεται και από τον προοδευτικό χώρο προχώρησαν/προσχώρησαν στον συντηρητικό, στο χώρο της πολιτικής ορθότητας, στο χώρο της realpolitik; Η αιτιολογία που χρησιμοποιούν γι’ αυτή τους τη «μετακόμιση», είναι, πως ωρίμασαν. Έτσι λένε. Ένα άλλο όνομα της αλλοτρίωσης: ωριμότητα; Ωρίμανση; Γηρασμός; Γήρανση; «Πού ‘σουνα νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος». Το να προασπίζεσαι όμως αυτά που είναι ήδη δεδομένα σε οδηγούν απλώς και μόνο σε μία ακινησία προσαρμογής και η ακινησία οδηγεί στην απολίθωση (pétrification). Η πολιτική εξουσία ανέκαθεν λειτουργούσε σαν Μέδουσα.

Μελλοντικό σήμα κατατεθέν τους: αυτό το τερατόμορφο γκροτέσκ γλυπτό, γνωστό και ως gargouille, προσπαθεί να μιμηθεί τον Σκεπτόμενο (Le Penseur) του Rodin. Τα gargouilles, αυτοί οι πέτρινοι δαίμονες, είναι γλυπτά τοποθετημένα συνήθως στις προσόψεις κτιρίων και ναών για να σταματούν τη δυνατή και απότομη ροή των νερών της βροχής, διατηρώντας τα αναλλοίωτα στο χρόνο. Επίσης εκτελούν και χρέη αντίβαρου στο εξωτερικό για τις αψίδες του εσωτερικού των ναών. Πολλοί τα τοποθετούσαν στις προσόψεις των σπιτιών τους για να προστατεύονται απ΄τα κακά πνεύματα. Προσοχή!: Η λέξη gargouille προέρχεται από το λατινικό gargula, που σημαίνει λαιμός, οισοφάγος, καταπιώνας (κοινώς: τα καταπίνει όλα) και συνδέεται και με το γαλλικό gargariser, που σημαίνει γαργάρα. (κοινώς: “έκανε γαργάρα”). Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις ή με τους Σταθεροποιητές (stabilisateurs) δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Ένα άλλο όνομα λοιπόν των Σταθεροποιητών διανοουμένων θα μπορούσε να είναι:  Intellectuels Gargouilles!

Ο καθείς και ο λόγος του λοιπόν. O καθείς και η ευθύνη του. Ο καθείς και η υποχρέωσή του.
Ήρθε η στιγμή να δοθεί ένα τέλος στο να νομίζεις πως σκέφτεσαι...

*Ο Γιώργος Κιμούλης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης.
πηγή: protagon.gr

Σχόλια