του Ετιέν Μπαλιμπάρ
(παλιότερη συνέντευξη goo.gl/ubZz9)
(παλιότερη συνέντευξη goo.gl/ubZz9)
Στο βιβλίο του Φουκώ Για την υπεράσπιση της κοινωνίας συναντάμε την ιδέα ότι ο πόλεμος έχει πια κοπάσει, όσον αφορά δύο βασικούς τομείς: τη φυλετική και την ταξική πάλη. Και ένα από τα ερωτήματα που θέτει είναι: Η ιστορία, όταν τη συλλαμβάνουμε κατ’ αυτό τον τρόπο (η ταξική και φυλετική πάλη προέρχονται, μιλώντας πάντα σχηματικά, και οι δύο από τα κάτω), πώς θα μπορούσε να γραφεί σήμερα από τα κάτω;
Το Για την υπεράσπιση της κοινωνίας είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο που θέτει σημαντικά ερωτήματα, αλλά δεν μπαίνει σε καλούπια. Ο Φουκώ υποστηρίζει πως πρέπει να αντιστρέψουμε την έκφραση του Κλαούζεβιτς: δεν είναι ο πόλεμος μια συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά η πολιτική μια συνέχιση του πολέμου. Αυτό, εν συντομία, προϋποθέτει έναν ιδεατό τύπο «καθαρής πολιτικής», με την έννοια ότι είναι εντελώς αυτονομημένη, τόσο από την ιδεολογία όσο και από την οικονομία. Αυτή είναι η ουτοπία του, την οποία εντοπίζει βέβαια στην κλασική εποχή, ή εν πάση περιπτώσει στα περιθώριά της. Δεν μας λέει, ασφαλώς, να επιστρέψουμε εκεί, αλλά να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί απομακρυνθήκαμε απ’ αυτήν.
Η ουτοπία του συνδέεται επίσης με την προσπάθειά του να εννοιολογήσει την εξουσία και την αντίσταση, το όλον ζήτημα, όχι της πάλης, δεν θα το έλεγε έτσι, αλλά του αγώνα, της σύγκρουσης. Εύκολα θα μπορούσα να υποστηρίξω, όπως και πολλοί άλλοι, πιθανότατα και ο Ζαν Ρανσιέρ, ότι εργάζομαι προς την ίδια κατεύθυνση. Προσπαθούμε να φανταστούμε μια μορφή πολιτικού βίου που είναι εύθραυστη, απρόοπτη, όπου όμως το αντίθετο της καταπίεσης, της κυριαρχίας, δεν είναι η συναίνεση, αλλά η συνέχιση, ή η περιοδική έναρξη και επανέναρξη, του πολιτικού ανταγωνισμού και της σύγκρουσης. Έτσι, έχουμε έναν διμέτωπο αγώνα: διακρίνουμε την πιθανότητα η πολιτική να καταστραφεί αφενός από τον πόλεμο, ή την ακραία βία, στην απλή και καθαρή μορφή τους, και αφετέρου από τη συναίνεση, τις πολιτικές και τις ιδεολογίες. Όπως ακριβώς οι ρομαντικοί φιλόσοφοι θα έβλεπαν την αρχαιοελληνική πόλιν σαν ένα είδος έργου τέχνης, βλέπουμε τη φουκωική πολιτική ως πόλεμο, την πολιτική ως σύγκρουση, ένα είδος έργου τέχνης που θα έπρεπε να προστατευθεί απ’ τους εχθρούς, από κάθε λογής κινδύνους.
Πρέπει άραγε να σκεφτόμαστε την πολιτική με όρους προάσπισής της από τους εχθρούς της ή είναι καλύτερο να σκεφτόμαστε ότι πρέπει να επινοηθεί, με ριζικά νέους όρους, ένα νέο είδος πολιτικής;
Πιθανόν σκέφτεστε πως έχω γίνει νεοκλασικός, αρεντιανός;(γέλια). Αυτό που εννοώ όταν μιλάω για τους κινδύνους που απειλούν την ίδια τη δυνατότητα της πολιτικής είναι η δυνατότητα της πολιτικής δράσης. Πολλοί είναι συνηθισμένοι να χρησιμοποιούν μια φουκωική ορολογία, όταν πρόκειται για ζητήματα υποκειμενοποίησης, διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Καταλαβαίνω ότι η υποκειμενοποίηση δεν είναι κάτι απολίτικο, είναι ήδη η διαφοροποίηση ή η διαρκής ένταση ανάμεσα στο υποκείμενο και την υποκειμενοποίηση, η οποία βρίσκεται στην καρδιά του έργου του Φουκώ. Πιθανώς, αυτό που αναζητούν πολλοί διανοητές του συγκεκριμένου αστερισμού –μπορούμε να τον ονομάσουμε μεταμοντέρνο ή μεταδομιστικό– είναι αυτή η ασαφής αλλά κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στην αντίσταση και στην ισχύ, ή στην υποταγή και την υποκειμενοποίηση: αυτός είναι ο πυρήνας της αντίληψής τους για το «πολιτικό».
Αν και δεν είναι η κατάλληλη ώρα για αυτοαναλύσεις ή εξομολογήσεις, θέλω να πω ότι δεν ήμουν ποτέ οπαδός του αυθόρμητου· κάποιοι φίλοι μου το ερμήνευσαν αυτό, και πιθανότατα είχαν δίκιο, ως μια συνεχιζόμενη επιρροή της παλιάς καλής λενινιστικής –αν όχι σταλινικής– αντίληψης για την πολιτική: δεν μπορείς να κάνεις πολιτική χωρίς κόμμα, και δεν μπορείς να έχεις κόμμα χωρίς κομματικό μηχανισμό. Βέβαια, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να διατηρήσεις σήμερα αυτό το μοντέλο, κι έτσι ξεκινάς την κριτική από τα μέσα, εισάγοντας στοιχεία κριτικής στην οργάνωση, επιμένοντας στην αναγκαιότητα εκδημοκρατισμού της κλπ. Στο τέλος, το σημείο στο οποίο καταλήγεις είναι η ριζοσπαστική δημοκρατία στην Ευρώπη, ένα ζήτημα που περιλαμβάνει την ασταθή και «εύθραυστη» αλληλεπίδραση (ούτε καν ισορροπία) ανάμεσα στη σύγκρουση και τους θεσμούς. Έχω αναφερθεί σ’ αυτή σε ένα βιβλίο μου, μιλώντας για το «Θεώρημα Μακιαβέλλι», και επίσης το έχουν κάνει με τον δικό τους τρόπο (για την ακρίβεια, νωρίτερα), ο Λακλάου και η Μουφ.
Η προβληματική αυτή περιστρέφεται γύρω από έναν διπλό δεσμό, θέτοντας το ζήτημα πώς οι χειραφετητικοί αγώνες ή τα κινήματα μπορούν να απελευθερωθούν από τα θεσμικά εργαλεία που έχουν ανάγκη. Το ζήτημα της υπεράσπισης της πολιτικής απέναντι στους δίδυμους εχθρούς της ακραίας βίας και της συναίνεσης δεν είναι πολύ διαφορετικό από το ζήτημα της υποστήριξης μιας δημοκρατικής πολιτικής, ή του να ξαναφτιάξεις ενεργούς πολίτες μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο.
Πώς παρεμβαίνει το μεταναστευτικό σε όλη αυτή την προβληματική, πώς επηρεάζει την πολιτική και την ιδιότητα του πολίτη;
Σκέφτομαι τον βιβλίο του Sandro Mezzadra I confini della libertà (Το όριο της ελευθερίας), και κυρίως όσα γράφει για τη δημιουργία ενός κοινωνικού κινήματος μεταναστών, που δεν είναι οι παραδοσιακοί μετακινούμενοι πληθυσμοί του Τρίτου Κόσμου, αλλά ούτε η κλασική εργατική τάξη· πρόκειται για μια διαφορετική κατηγορία, καταλαμβάνουν έναν νέο κοινωνικό τόπο. Για να μπορέσουν όμως να επηρεάσουν το «κοινωνικό» στο είδος του πολιτικού χώρου στον οποίο ζούμε σήμερα, επιμένω, χρειάζονται συνείδηση, οργάνωση και θεσμούς — αν και ασφαλώς όχι ένα αντίγραφο της Πρώτης, της Δεύτερης ή της Τρίτης Διεθνούς.
Ο Μεζάντρα υποστηρίζει ότι η παγκόσμια άρχουσα τάξη εφαρμόζει ήδη μια ατζέντα για τον έλεγχο των μεταναστών, έχοντας αποδεχτεί την ιδέα ότι η ροή τους αποτελεί μόνιμο φαινόμενο. Τα σύνορα, ή μια συγκεκριμένη χρήση τους, είναι ένα από τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν γι’ αυτό τον έλεγχο. Το να ελέγχεις δεν σημαίνει και ότι θεσμοθετείς. Το ερώτημα είναι: Ποιες είναι οι εναλλακτικές προτάσεις; Δεν υπάρχει απλή απάντηση σε αυτό. Είναι ένας συνδυασμός δικαιωμάτων, μορφών αντιπροσώπευσης, πλαισίου διαπραγμάτευσης, όπου ασφαλώς η υποκειμενικότητα πρέπει να εκφράζεται με ισχυρό τρόπο, έτσι ώστε να μη βρεθεί, έτσι απλά, στα χέρια των ΜΚΟ, των κρατικών φορέων κλπ. Υπάρχει μια θεσμική πτυχή στο ζήτημα αυτής της νέας μορφής του πολίτη.
Θα προσθέσω κάτι ακόμα, το οποίο μπορεί να ακουστεί αντιδραστικό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι, έχει λαμπρό μέλλον. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 λέει: «Καθένας έχει το δικαίωμα μιας ιθαγένειας» και «Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα το δικαίωμα να αλλάξει ιθαγένεια». Υποστηρίζουμε το ίδιο. Το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης πρέπει να διευρυνθεί και να προστατευθεί, ιδίως σήμερα που απειλείται παντοιοτρόπως. Το δικαίωμα στη διαμονή πρέπει να εξασφαλιστεί και να προστατευθεί, και στον Νότο και στον Βορρά. Οι θεσμοί, οι κανόνες και οι κώδικες, οι διακρατικοί θεσμοί και διαδικασίες είναι απαραίτητοι ώστε παρέχεται αυτό το διπλό δικαίωμα.
Το Για την υπεράσπιση της κοινωνίας είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο που θέτει σημαντικά ερωτήματα, αλλά δεν μπαίνει σε καλούπια. Ο Φουκώ υποστηρίζει πως πρέπει να αντιστρέψουμε την έκφραση του Κλαούζεβιτς: δεν είναι ο πόλεμος μια συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά η πολιτική μια συνέχιση του πολέμου. Αυτό, εν συντομία, προϋποθέτει έναν ιδεατό τύπο «καθαρής πολιτικής», με την έννοια ότι είναι εντελώς αυτονομημένη, τόσο από την ιδεολογία όσο και από την οικονομία. Αυτή είναι η ουτοπία του, την οποία εντοπίζει βέβαια στην κλασική εποχή, ή εν πάση περιπτώσει στα περιθώριά της. Δεν μας λέει, ασφαλώς, να επιστρέψουμε εκεί, αλλά να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί απομακρυνθήκαμε απ’ αυτήν.
Η ουτοπία του συνδέεται επίσης με την προσπάθειά του να εννοιολογήσει την εξουσία και την αντίσταση, το όλον ζήτημα, όχι της πάλης, δεν θα το έλεγε έτσι, αλλά του αγώνα, της σύγκρουσης. Εύκολα θα μπορούσα να υποστηρίξω, όπως και πολλοί άλλοι, πιθανότατα και ο Ζαν Ρανσιέρ, ότι εργάζομαι προς την ίδια κατεύθυνση. Προσπαθούμε να φανταστούμε μια μορφή πολιτικού βίου που είναι εύθραυστη, απρόοπτη, όπου όμως το αντίθετο της καταπίεσης, της κυριαρχίας, δεν είναι η συναίνεση, αλλά η συνέχιση, ή η περιοδική έναρξη και επανέναρξη, του πολιτικού ανταγωνισμού και της σύγκρουσης. Έτσι, έχουμε έναν διμέτωπο αγώνα: διακρίνουμε την πιθανότητα η πολιτική να καταστραφεί αφενός από τον πόλεμο, ή την ακραία βία, στην απλή και καθαρή μορφή τους, και αφετέρου από τη συναίνεση, τις πολιτικές και τις ιδεολογίες. Όπως ακριβώς οι ρομαντικοί φιλόσοφοι θα έβλεπαν την αρχαιοελληνική πόλιν σαν ένα είδος έργου τέχνης, βλέπουμε τη φουκωική πολιτική ως πόλεμο, την πολιτική ως σύγκρουση, ένα είδος έργου τέχνης που θα έπρεπε να προστατευθεί απ’ τους εχθρούς, από κάθε λογής κινδύνους.
Πρέπει άραγε να σκεφτόμαστε την πολιτική με όρους προάσπισής της από τους εχθρούς της ή είναι καλύτερο να σκεφτόμαστε ότι πρέπει να επινοηθεί, με ριζικά νέους όρους, ένα νέο είδος πολιτικής;
Πιθανόν σκέφτεστε πως έχω γίνει νεοκλασικός, αρεντιανός;(γέλια). Αυτό που εννοώ όταν μιλάω για τους κινδύνους που απειλούν την ίδια τη δυνατότητα της πολιτικής είναι η δυνατότητα της πολιτικής δράσης. Πολλοί είναι συνηθισμένοι να χρησιμοποιούν μια φουκωική ορολογία, όταν πρόκειται για ζητήματα υποκειμενοποίησης, διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Καταλαβαίνω ότι η υποκειμενοποίηση δεν είναι κάτι απολίτικο, είναι ήδη η διαφοροποίηση ή η διαρκής ένταση ανάμεσα στο υποκείμενο και την υποκειμενοποίηση, η οποία βρίσκεται στην καρδιά του έργου του Φουκώ. Πιθανώς, αυτό που αναζητούν πολλοί διανοητές του συγκεκριμένου αστερισμού –μπορούμε να τον ονομάσουμε μεταμοντέρνο ή μεταδομιστικό– είναι αυτή η ασαφής αλλά κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στην αντίσταση και στην ισχύ, ή στην υποταγή και την υποκειμενοποίηση: αυτός είναι ο πυρήνας της αντίληψής τους για το «πολιτικό».
Αν και δεν είναι η κατάλληλη ώρα για αυτοαναλύσεις ή εξομολογήσεις, θέλω να πω ότι δεν ήμουν ποτέ οπαδός του αυθόρμητου· κάποιοι φίλοι μου το ερμήνευσαν αυτό, και πιθανότατα είχαν δίκιο, ως μια συνεχιζόμενη επιρροή της παλιάς καλής λενινιστικής –αν όχι σταλινικής– αντίληψης για την πολιτική: δεν μπορείς να κάνεις πολιτική χωρίς κόμμα, και δεν μπορείς να έχεις κόμμα χωρίς κομματικό μηχανισμό. Βέβαια, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να διατηρήσεις σήμερα αυτό το μοντέλο, κι έτσι ξεκινάς την κριτική από τα μέσα, εισάγοντας στοιχεία κριτικής στην οργάνωση, επιμένοντας στην αναγκαιότητα εκδημοκρατισμού της κλπ. Στο τέλος, το σημείο στο οποίο καταλήγεις είναι η ριζοσπαστική δημοκρατία στην Ευρώπη, ένα ζήτημα που περιλαμβάνει την ασταθή και «εύθραυστη» αλληλεπίδραση (ούτε καν ισορροπία) ανάμεσα στη σύγκρουση και τους θεσμούς. Έχω αναφερθεί σ’ αυτή σε ένα βιβλίο μου, μιλώντας για το «Θεώρημα Μακιαβέλλι», και επίσης το έχουν κάνει με τον δικό τους τρόπο (για την ακρίβεια, νωρίτερα), ο Λακλάου και η Μουφ.
Η προβληματική αυτή περιστρέφεται γύρω από έναν διπλό δεσμό, θέτοντας το ζήτημα πώς οι χειραφετητικοί αγώνες ή τα κινήματα μπορούν να απελευθερωθούν από τα θεσμικά εργαλεία που έχουν ανάγκη. Το ζήτημα της υπεράσπισης της πολιτικής απέναντι στους δίδυμους εχθρούς της ακραίας βίας και της συναίνεσης δεν είναι πολύ διαφορετικό από το ζήτημα της υποστήριξης μιας δημοκρατικής πολιτικής, ή του να ξαναφτιάξεις ενεργούς πολίτες μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο.
Πώς παρεμβαίνει το μεταναστευτικό σε όλη αυτή την προβληματική, πώς επηρεάζει την πολιτική και την ιδιότητα του πολίτη;
Σκέφτομαι τον βιβλίο του Sandro Mezzadra I confini della libertà (Το όριο της ελευθερίας), και κυρίως όσα γράφει για τη δημιουργία ενός κοινωνικού κινήματος μεταναστών, που δεν είναι οι παραδοσιακοί μετακινούμενοι πληθυσμοί του Τρίτου Κόσμου, αλλά ούτε η κλασική εργατική τάξη· πρόκειται για μια διαφορετική κατηγορία, καταλαμβάνουν έναν νέο κοινωνικό τόπο. Για να μπορέσουν όμως να επηρεάσουν το «κοινωνικό» στο είδος του πολιτικού χώρου στον οποίο ζούμε σήμερα, επιμένω, χρειάζονται συνείδηση, οργάνωση και θεσμούς — αν και ασφαλώς όχι ένα αντίγραφο της Πρώτης, της Δεύτερης ή της Τρίτης Διεθνούς.
Ο Μεζάντρα υποστηρίζει ότι η παγκόσμια άρχουσα τάξη εφαρμόζει ήδη μια ατζέντα για τον έλεγχο των μεταναστών, έχοντας αποδεχτεί την ιδέα ότι η ροή τους αποτελεί μόνιμο φαινόμενο. Τα σύνορα, ή μια συγκεκριμένη χρήση τους, είναι ένα από τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν γι’ αυτό τον έλεγχο. Το να ελέγχεις δεν σημαίνει και ότι θεσμοθετείς. Το ερώτημα είναι: Ποιες είναι οι εναλλακτικές προτάσεις; Δεν υπάρχει απλή απάντηση σε αυτό. Είναι ένας συνδυασμός δικαιωμάτων, μορφών αντιπροσώπευσης, πλαισίου διαπραγμάτευσης, όπου ασφαλώς η υποκειμενικότητα πρέπει να εκφράζεται με ισχυρό τρόπο, έτσι ώστε να μη βρεθεί, έτσι απλά, στα χέρια των ΜΚΟ, των κρατικών φορέων κλπ. Υπάρχει μια θεσμική πτυχή στο ζήτημα αυτής της νέας μορφής του πολίτη.
Θα προσθέσω κάτι ακόμα, το οποίο μπορεί να ακουστεί αντιδραστικό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι, έχει λαμπρό μέλλον. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 λέει: «Καθένας έχει το δικαίωμα μιας ιθαγένειας» και «Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί αυθαίρετα το δικαίωμα να αλλάξει ιθαγένεια». Υποστηρίζουμε το ίδιο. Το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης πρέπει να διευρυνθεί και να προστατευθεί, ιδίως σήμερα που απειλείται παντοιοτρόπως. Το δικαίωμα στη διαμονή πρέπει να εξασφαλιστεί και να προστατευθεί, και στον Νότο και στον Βορρά. Οι θεσμοί, οι κανόνες και οι κώδικες, οι διακρατικοί θεσμοί και διαδικασίες είναι απαραίτητοι ώστε παρέχεται αυτό το διπλό δικαίωμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου