Απόσπασμα από το βιβλίο "Αναφορά στο Γκρέκο" του Νίκου Καζαντζάκη
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχωτικές λαχτάρες της νιότης , την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους , και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγονται μα αρνούνται , ως θάνατο να γίνουν στάχτη ; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας , με τα πόδια , με τα χέρια , τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα ; πόσες φορές σηκώθηκα όλο αίματα και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω ; που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη , σαν την ψυχή μου , να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα , πονετικά , ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου , το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου , σε όλες μου τις περιπλανήσεις , και στις μεγάλες μου αγωνίες το σφιγγα μέσα στη φούχτα μου και έπαιρνα δύναμη , δύναμη μεγάλη, σα να ΄σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη ; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα , τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη , σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν, αυτό θα είμαι αιώνια , πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες , άγριο χώμα της Κρήτης κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία , τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα ! Ζυμώθηκε μ΄αίμα , δάκρυα και ιδρώτα , γίνηκε λάσπη , γίνηκε άνθρωπος , πήρε τον ανήφορο , να φτάσει- που να φτάσει ; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια , έψαχνε , έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπο του.
Κι όταν , τα ολόστερνα τούτα χρόνια , απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο , τι καινούριος , όλο αναίδεια και τρόμο , αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπο του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε , μαζεύω τα σύνεργα μου. Ας έλθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα . Είμαστε εμείς οι θνητοί , το τάγμα των αθανάτων , κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω σε άβυσσο νησί. Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι , μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μην χαθεί , να με στερεώσει , να μη χαθώ , έκαμα το χρέος μου.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχωτικές λαχτάρες της νιότης , την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους , και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγονται μα αρνούνται , ως θάνατο να γίνουν στάχτη ; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας , με τα πόδια , με τα χέρια , τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα ; πόσες φορές σηκώθηκα όλο αίματα και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω ; που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη , σαν την ψυχή μου , να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα , πονετικά , ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου , το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου , σε όλες μου τις περιπλανήσεις , και στις μεγάλες μου αγωνίες το σφιγγα μέσα στη φούχτα μου και έπαιρνα δύναμη , δύναμη μεγάλη, σα να ΄σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη ; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα , τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη , σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν, αυτό θα είμαι αιώνια , πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες , άγριο χώμα της Κρήτης κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία , τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα ! Ζυμώθηκε μ΄αίμα , δάκρυα και ιδρώτα , γίνηκε λάσπη , γίνηκε άνθρωπος , πήρε τον ανήφορο , να φτάσει- που να φτάσει ; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια , έψαχνε , έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπο του.
Κι όταν , τα ολόστερνα τούτα χρόνια , απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο , τι καινούριος , όλο αναίδεια και τρόμο , αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπο του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε , μαζεύω τα σύνεργα μου. Ας έλθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα . Είμαστε εμείς οι θνητοί , το τάγμα των αθανάτων , κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω σε άβυσσο νησί. Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι , μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μην χαθεί , να με στερεώσει , να μη χαθώ , έκαμα το χρέος μου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου