του Δημοσθένη Κούρτοβικ
Αν πρέπει να κρίνουμε από τον δημόσιο λόγο που εκφέρεται στην Ελλάδα εδώ
και δύο χρόνια, υπάρχει ένας, ένας και μόνο τομέας που έχει μείνει ανέγγιχτος
από την κρίση: οι συνειδήσεις. Με λιγοστές εξαιρέσεις, δεν διακρίνουμε σε όσα
διαβάζουμε και ακούμε κανένα σοκ, καμιά τραυματικότητα, κανένα ράγισμα της
φωνής, καμιά αναστάτωση της σκέψης, καμιά ανάγκη επανεξέτασης προηγούμενων
πεποιθήσεων. Ολοι θεωρούν ότι δικαιώθηκαν για όσα έλεγαν πάντοτε. Για τους
κεντροαριστερούς φταίει ο νεοφιλελευθερισμός, για τους νεοφιλελεύθερους ο
κρατισμός, για τους κομμουνιστές ο καπιταλισμός (όπως και για το κάθε τι), για
τους αναρχοαυτόνομους, τι άλλο, η εξουσία, για τους αντιμνημονιακούς το
Μνημόνιο, για τους μνημονιακούς η μη εφαρμογή του Μνημονίου, για την ελίτ ο
καθυστερημένος, διεφθαρμένος και ταραχοποιός λαός, για τον λαό η άπληστη,
κλεπτοκρατική και αντεθνική ελίτ. Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να διερωτηθεί
τι νόημα έχει να μιλάμε για κρίση σε μια κοινωνία όπου όλοι αισθάνονται αθώοι
και άμοιροι ευθυνών.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό ακριβώς το φαινόμενο είναι το χειρότερο
σύμπτωμα της κρίσης που μας μαστίζει. Γίνεται πολύς λόγος για το έλλειμμα
παραγωγικότητας της χώρας, για τη σχεδόν ανύπαρκτη ανταγωνιστικότητά της. Αλλά
η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα δεν είναι τόσο ζήτημα εργατοωρών και
μισθών ή ημερομισθίων. Εξαρτώνται προπαντός από την ικανότητα μιας κοινωνίας
και των ατόμων της να συλλαμβάνουν τον εαυτό τους με καινούργιους τρόπους και
ν' ανοίγουν έτσι ολοένα καινούργια πεδία δραστηριοτήτων. Παντού, σε όλους τους
χώρους, από την οικονομία ώς τον πολιτισμό, η καινοτόμα παραγωγικότητα
προϋποθέτει ένα είδος ανησυχίας, που δεν σημαίνει απλώς πνευματική εγρήγορση,
όπως εννοούμε συνήθως τη λέξη σε τέτοια συμφραζόμενα, αλλά και μια αίσθηση
συνεχούς εκκρεμότητας στους λογαριασμούς μας με τη ζωή και τον εαυτό μας, μια
επ' αόριστον αναβολή της αποτίμησης των έργων και των δυνατοτήτων μας, γιατί τα
νοούμε ως ανολοκλήρωτα ακόμα. Πώς όμως να στεριώσει και να διαχυθεί μια τέτοια
στάση σ' ένα σύνολο όπου όλοι ανεμίζουν θριαμβευτικά τις σημαίες τους, ενώ το
έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους;
Οταν μιλάμε για την αναξιοκρατία, που έχει ρημάξει την Ελλάδα, την
αποδίδουμε κατά κανόνα στην άλλη καταστροφική «κρατία» του εθνικού μας βίου:
την κομματοκρατία. Η σχέση είναι όμως αμφίδρομη. Δεν είναι μόνον ότι η
κομματοκρατία γεννάει την αναξιοκρατία αλλά και ότι η αναξιοκρατία γεννάει την
κομματοκρατία. Εδώ και τριάντα χρόνια, το περίσσευμα της ενέργειας που
δαπανάται σε εργασίες χαμηλής ή μηδενικής παραγωγικότητας, και είναι μεγάλο,
διοχετεύεται σε δραστηριότητες με σκοπό τους την απόκτηση διά της πλαγίας οδού
πλεονεκτημάτων και προνομίων που εξασφαλίζουν την παρ' αξίαν ανέλιξη των
καταφερτζήδων. Η κοινωνική ανταμοιβή της ήσσονος προσπάθειας σε όλους τους
τομείς που έχουν σχέση με την παραγωγή και τη δημιουργικότητα έγινε το κατ'
εξοχήν γνώρισμα αυτής της περιόδου. Το «δημοκρατικό δικαίωμα» στο (προβιβάσιμο)
πέντε, άγραφος νόμος στα πανεπιστήμια της δεκαετίας του 1980, αν όχι και
αργότερα, γέμισε την Ελλάδα με ανίκανους, ατάλαντους και ανεύθυνους
«ειδήμονες», που όσο χαμηλότερη ποιότητα είχαν στον κλάδο τους τόσο ψηλότερα
σκαρφάλωναν σε άλλους κλάδους, μεταξύ αυτών και στην πολιτική.
Το πολιτικό σύστημα της μεταπολιτευτικής περιόδου απέτυχε όχι επειδή
παράκμασε ή παραμορφώθηκε αλλά επειδή σχεδιάστηκε εξαρχής έτσι ώστε ν' αποτύχει
μακροπρόθεσμα, με αντάλλαγμα την ατομική «επιτυχία» των περισσότερων εκπροσώπων
του. Σ' αυτό οφείλεται η κραυγαλέα αδυναμία του, και μάλιστα απροθυμία του, να
μεταρρυθμιστεί και να μεταρρυθμίσει, ακόμα και μπροστά στον κίνδυνο της
κατάρρευσής του: οι μεταρρυθμίσεις είναι κάτι ξένο στον γενετικό κώδικά του.
Αλλά, για να ξαναγυρίσουμε στον δημόσιο λόγο περί κρίσης, η απώθηση των
μεταρρυθμίσεων δεν περιορίζεται στο πολιτικό σύστημα. Πέρα από το μέτωπο της
«επαναστατικής ανατροπής», για το οποίο η ιδέα και μόνο των μεταρρυθμίσεων έχει
την επάρατη σφραγίδα του ρεβιζιονισμού, πολλοί δημοσιολογούντες που ζητούν
επιτακτικά μεταρρυθμίσεις εδώ και τώρα εννοούν μεταρρυθμίσεις για τους άλλους.
Διαβάστε ανάμεσα στις αράδες των κειμένων τους, κοιτάξτε πώς διάγουν οι ίδιοι
και θα πειστείτε για του λόγου το αληθές.
Η πιο αυτάρεσκη, ανιστόρητη και ανόητη δήλωση που ακούμε τον τελευταίο
καιρό είναι ότι η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Η δημοκρατία όμως έχει και παραέχει
αδιέξοδα. Καταλήγει σ' αυτά τόσο ασφαλέστερα όσο οι λειτουργοί της την
ταυτίζουν με τα προσωπικά τους συμφέροντα. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη ερμηνεία
αυτής της όψιμης διακήρυξης πίστης στην αφθαρσία της δημοκρατίας: ίσως είναι
ένα απελπισμένο ξόρκι μπροστά στην καταστροφή που φαίνεται να επέρχεται.
πηγή: tanea.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου