του Στέλιου Ελληνιάδη
Όταν ο Καζαντζίδης τραγούδησε αυτό το
στίχο, η Ελλάδα είχε κιόλας πιαστεί στην παγίδα του ιλουστρασιόν κόσμου.
Αλλά η Ευτυχία, υπερευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών παλμών, είχε πιάσει
πολύ νωρίτερα το νόημα της νέας πραγματικότητας. Οι άνθρωποι άλλαζαν,
οι καρδιές στένευαν, τα αισθήματα φτώχαιναν, οι δεσμοί χαλάρωναν, οι
αξίες αποσύρονταν. Ο μεταπολεμικός κόσμος τής φαινόταν πολύ ψεύτικος.
Στην εποχή της σόου-μπίζνες, κανένας πια
δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά τα τραγούδια που θα γράφονταν, ό,τι κι αν
έλεγαν. Γιατί, τα παλιά τραγούδια έβγαιναν μέσα από τον ήχο του κασμά και
το ρυθμό του δρεπανιού, το ταρακούνημα του καϊκιού και τις παρέες του
καπηλειού, το ερωτικό πάθος και το πάθος για ελευθερία, στις φυτείες
του Μισισιπί, τα μπουρδέλα της Νέας Ορλεάνης, τους τεκέδες του Πειραιά, τα καφέ
αμάν της Σμύρνης, τις πλαγιές του Ψηλορείτη και τα λιμάνια των
Κυκλάδων.
Τα τραγούδια ήταν η ανάσα
κάθε κοινωνίας και ο μουσικός το πουλί που μετέφερε το μήνυμα από
ράχη σε ράχη, από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη και από σπίτι σε
σπίτι.
Αλλά αυτός ο κόσμος, ο συναισθηματικά
στέρεος, κλάταρε. Όχι μόνο γιατί λιντσαρίστηκε κατά συρροήν από
τους πάτρωνές του - τι πόλεμοι, τι πείνες, τι εκτελέσεις, τι φυλακές
και εξορίες!, αλλά και γιατί καπελώθηκε, χειραγωγήθηκε, εξαγοράστηκε. Αντί
να απελευθερωθεί, να λυτρωθεί και να αναγεννηθεί, οδηγήθηκε στο δρόμο
«της προόδου και του εκσυγχρονισμού».
Τα χωριά εκκενώθηκαν, η φύση
εγκαταλείφθηκε, τα αμπέλια ξηλώθηκαν, τα εργοστάσια έκλεισαν, οι
μαούνες κόπηκαν, οι κοινότητες διαλύθηκαν. Πλαστικά, νέον και
τσιπάκια περιτύλιξαν τις ψυχές, το κέρδος αντικατέστησε τον Θεό, οι τουρίστες
τούς μουσαφίρηδες, η τσόντα το σεξ, η μόδα το καλό γούστο, η οικονομία την
πολιτική. Η τηλεοπτική κουρελαρία κυριάρχησε στα σαλόνια. Τα τραγούδια έγιναν
βιομηχανικό προϊόν, για να πουλιούνται στα σούπερ μάρκετ. Η εθνικιστική σαβούρα
υπουργοποιήθηκε.
Αντί να αλλάξει ο κόσμος προς
το ιδανικότερο, να γίνει πιο δίκαιος, πιο ανθρώπινος, έγινε ψεύτικος,
γυάλινος. Αντί ο άνθρωπος να γίνει πιο ζεστός, πιο συναισθηματικός, πιο
αλληλέγγυος, πιο αδερφικός, άδειασε ψυχικά και προσαρμόστηκε πολιτικά, με
αντάλλαγμα μια ατομική άνεση δανεική και πρόσκαιρη. Ίσως δεν ήξερε, αλλά
δεν πρόσεχε κιόλας.
Και τώρα; που οι δανειστές ζητάνε όχι
μόνο την πισίνα και το εξοχικό πίσω, αλλά και το διαμέρισμα
πίσω (πριν καν εξοφληθεί), το αυτοκίνητο πίσω και την οθόνη
πλάσματος πίσω; Δηλαδή, αφού πρώτα μάς στέγνωσαν από αισθήματα και ιδανικά για
να μας πουλήσουνε τη λαμπερή πραμάτεια τους, τώρα μας την παίρνουν πίσω
και μας πετάνε στο δρόμο σαν κουφάρια, γυμνούς από τα στολίδια τους
εξωτερικά, γυμνούς και από τις αξίες μας εσωτερικά.
Δεν πειράζει, λένε, υπομονή.
Στην αρχή θα είναι δύσκολα, αλλά μετά, σιγά σιγά, θα αγοράζετε ξανά
τα προϊόντα μας, αν δεν βγάλετε γλώσσα, αν δεν αυθαδιάσετε.
Και να είστε και ευχαριστημένοι
με την τύχη σας. Γιατί, μπορεί να χρειαστεί να σας πάρουμε και τα
παιδιά σας, όχι για σπουδές ή για δουλειά, αλλά για να τα ντύσουμε
στρατιώτες, να πολεμήσουν για τη μεγάλη πατρίδα, την Ευρώπη. Αναλώσιμοι
είστε.
Κι εμείς; Χαμπάρι δεν πήραμε
πώς φτάσαμε ως εδώ; Δεν βλέπαμε ότι χασκογελάμε πάνω σε κινούμενη
άμμο;
Λαός με Ibiza, πιστωτικές κάρτες
και ψυχοφάρμακα. Πολιτικοί μιζαδόροι μεσολαβητές. Επιχειρηματίες με
θαλασσοδάνεια. Καλλιτέχνες με δόξα, «μεροκάματα» και χορηγίες.
Διανοούμενοι με θέσεις στα πανεπιστήμια, ευρωπαϊκά προγράμματα και
εξοχικά στα νησιά. Γιατροί με πισίνες και κότερα. Δημοσιογράφοι βαποράκια
εργολάβων, εμπόρων όπλων και χρηματιστών. Αγρότες με επιδοτήσεις, τζιπ
και «Ρωσίδες». Έφηβοι στα μολ και τις μεγάλες πίστες. Αθλητές στην ντόπα
και τα μετάλλια. Νήπια με κινητά. Δεσπότες σεΐχηδες και καλόγεροι
επενδυτές. Δικηγόροι μαφιόζοι. Μαφιόζοι πρόεδροι ομάδων. Τραπεζίτες
κλέφτες. Μπάτσοι, κορόιδα, δολοφόνοι.
Κανένας δεν πρόσεξε ότι η
ζωή γλιστρούσε κι έφευγε από τα χέρια μας; Ότι κάποιοι μας δούλευαν; Ότι
εμείς ψηφίζαμε, αλλά άλλοι διόριζαν υπουργούς, εξαγόραζαν βουλευτές,
φιλτράριζαν τα στελέχη στα κόμματα, προετοίμαζαν αρχηγούς και δελφίνους;
Ότι η μεγάλη ληστεία και αιχμαλωσία έχει αρχίσει εδώ και χρόνια;
Τώρα, όμως, που σφίγγουν οι κώλοι, μένει
να δούμε αν έχει αρκετή καβάτζα αυτή η κοινωνία από τον παλιό καλό
εαυτό της, τον αγωνιστικό, τον αισθηματικό, τον γήινο, να αντιδράσει. Όχι
για να διασώσει τις μετοχές φούσκες που φορτώθηκε και να νομιμοποιήσει το
φωταγωγό που καταπάτησε, ούτε να παραμυθιαστεί από τα εναλλακτικά ανδρείκελα
που προωθούν τα κανάλια των εργολάβων, αλλά για να σηκωθεί και να κάνει
κομμάτια αυτόν τον κόσμο, που μέσα του βολεύτηκε, τον γυάλινο.
πηγή: konteiner.gr
Είχα καιρό να διαβάσω τόσο ωραίο άρθρο!Συγχαρητήρια!Φανταστική επιλογή!
ΑπάντησηΔιαγραφή