του Σταύρου Θεοδωράκη
Στις βόλτες του έσερνε μαζί του ένα πάνινο σακούλι. Συνήθως ήταν δεμένο στη μέση του. Κάθε δέκα βήματα έσκυβε, ξερίζωνε ένα χορτάρι και το έχωνε στο σακούλι. Μπορεί να τραγούδαγε ή να έβριζε, αυτό όμως δεν άλλαζε τη συνήθειά του. Και μετά, στο σπίτι, έβαζε τα χόρτα σε ένα βαθύ πιάτο, τα έπλενε, τα πασπάλιζε με αλάτι και λεμόνι και τα έφερνε στο τραπέζι. Καμιά φορά απ’ το σακούλι έβγαζε και μια πέτρα, καθαρισμένη με το χέρι του, ή ένα σίδερο, απομεινάρι από κάποιο εργαλείο, ή ένα κομμάτι ξύλου, ό,τι τέλος πάντων τον είχε παραξενέψει και το είχε σηκώσει από τη γη.
Ούτε ξέρω πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ζούσα αυτές τις εικόνες. Θα πρέπει πάντως να ήμουν μικρός. Και ούτε ξέρω γιατί επιστρέφω τώρα σε αυτές. Μπροστά μου έχω το κόκκινο σημειωματάριό μου. Ένα μικρό τετράδιο που κουβαλώ πάντα μαζί μου. Το νέο μου βιβλίο είναι ήδη στα ράφια. Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος τα σκίτσα του και εγώ τα κείμενά μου. Όλα έγιναν μέσα σε μερικές ημέρες. Και ο τίτλος σε δύο λεπτά βγήκε. Σχεδόν μαζί τον είπαμε. «Αυτό που ζούμε».
Πριν από δύο χρόνια σκεφτόμουν αλλιώς τα πράγματα. Ήθελα να γράψω για την εξαφάνιση των συνεργείων. Δεν ξέρω αν το έχετε σκεφτεί ποτέ, αλλά χάθηκαν οι μάστορες από τον κόσμο μας. Δεν το λέω συναισθηματικά. Πρακτικό είναι το θέμα. Μια μέρα μου τρύπησε το ποδήλατο και πήγα να κολλήσω τη σαμπρέλα. «Δεν τις κολλάμε πια, τις πετάμε», μου είπαν. Και πού πάνε τόσες χιλιάδες σκασμένες σαμπρέλες, σκέφτηκα. Το ίδιο και με το ραδιόφωνο. Μου χάλασε και του είχα αδυναμία. «Πέτα το, δεν το ανοίγω, δεν έχω ανταλλακτικά». Τίποτε πια δεν επισκευάζουμε, όλα τα αντικαθιστούμε. Δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα. Σε όλον τον «δυτικό» κόσμο αυτό κάνουμε.
Και μετά ήθελα να γράψω για τα ψάρια που κλέβουμε οι «Δυτικοί» από τις θάλασσες της Αφρικής, του Νότου γενικότερα. Είχα ακούσει μια ιστορία για ψαράδικα που είναι σαν υπερωκεάνια. Προχωράνε και ρουφάνε. Σαν να περνάνε τη θάλασσα από σουρωτήρι. Και μετά την αφήνουν νεκρή. Αλήθεια, αυτά τα θέματα με απασχολούσαν προτού ξεσπάσει η ελληνική κρίση.
Αυτά ήθελα να γράψω όταν ξεκινούσε το protagon.gr. Αλλά με το που ξεκίνησε το σάιτ δεν πήραμε ανάσα. Κρίση με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Τρόικα, απεργίες, περικοπές, λάθη, δόσεις, μούντζες, αφορισμοί ή μισόλογα. Είναι αξιοθαύμαστη η προσπάθεια των πολιτικών να εφευρίσκουν λέξεις ανάμεσα στο ναι και το όχι. Όπως τα κορίτσια στους σχολικούς μας έρωτες. Δεν έλεγαν «δεν μου αρέσεις», «δεν σε θέλω». Έλεγαν κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ναι, και ως όχι: «Δεν λειτουργώ με αυτόν τον τρόπο». «Δεν είμαι έτοιμη». Έτσι δεν σε έκαναν εχθρό, σε άφηναν να ελπίζεις και μετά, αν τις έφτυνε ο παιδαράς του συστεγαζόμενου λυκείου, γυρνούσαν σε σένα, που άλλωστε ρητά ποτέ δεν σε είχαν απορρίψει. Αλλά μόνο οι πολιτικοί και τα κορίτσια το κάνουν αυτό; Το ίδιο δεν κάνουν και οι δημοσιογράφοι και οι συνδικαλιστές. Οι διανοούμενοι; Το ίδιο δεν κάνουν;
Ήταν βράδυ όταν τηλεφώνησα στον Δημήτρη Χαντζόπουλο. Περπατούσα στο κρύο όταν το σκέφθηκα. Είχαμε να μιλήσουμε μήνες στο τηλέφωνο. «Έλα από το σπίτι». Το γραφείο του ήταν σαν πάγκος ξυλουργού. Με το που το είδα πήρα θάρρος. «Βάζω τα κείμενα, βάζεις τα σκίτσα;». Μήπως και ξαναδούμε λίγο πιο ψύχραιμα αυτό που ζήσαμε, αυτό που ζούμε. Γιατί αν δεν μελετήσουμε τα γεγονότα δεν θα αποκτήσουμε ποτέ αυτογνωσία. Αυτογνωσία! Αυτό που μας λείπει πάντα. Και τι μας περισσεύει; Τα οράματα! Και η λατρεία της ήσσονος προσπάθειας. Εκτός κι αν έχω παρασυρθεί. Και εκείνο που θέλω είναι να έχω και εγώ ένα πάνινο σακούλι και να μαζεύω αυτά που πάνε να χαθούν, να τα καθαρίζω λίγο και να τα πετάω στο τραπέζι.
ΥΓ: Το κείμενο αυτό είναι σε ένα μεγάλο μέρος του ο πρόλογος του βιβλίου «Αυτό που ζούμε» προσαρμοσμένο στα κυριακάτικα πρωτοσέλιδα της 18ης Ιανουαρίου. Το βιβλίο έχει 60 γελοιογραφίες του Δημήτρη Χαντζόπουλου - του σκιτσογράφου της εφημερίδας «Τα Νέα» - και κείμενα δικά μου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποταμός»
πηγή: protagon.gr
Στις βόλτες του έσερνε μαζί του ένα πάνινο σακούλι. Συνήθως ήταν δεμένο στη μέση του. Κάθε δέκα βήματα έσκυβε, ξερίζωνε ένα χορτάρι και το έχωνε στο σακούλι. Μπορεί να τραγούδαγε ή να έβριζε, αυτό όμως δεν άλλαζε τη συνήθειά του. Και μετά, στο σπίτι, έβαζε τα χόρτα σε ένα βαθύ πιάτο, τα έπλενε, τα πασπάλιζε με αλάτι και λεμόνι και τα έφερνε στο τραπέζι. Καμιά φορά απ’ το σακούλι έβγαζε και μια πέτρα, καθαρισμένη με το χέρι του, ή ένα σίδερο, απομεινάρι από κάποιο εργαλείο, ή ένα κομμάτι ξύλου, ό,τι τέλος πάντων τον είχε παραξενέψει και το είχε σηκώσει από τη γη.
Ούτε ξέρω πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ζούσα αυτές τις εικόνες. Θα πρέπει πάντως να ήμουν μικρός. Και ούτε ξέρω γιατί επιστρέφω τώρα σε αυτές. Μπροστά μου έχω το κόκκινο σημειωματάριό μου. Ένα μικρό τετράδιο που κουβαλώ πάντα μαζί μου. Το νέο μου βιβλίο είναι ήδη στα ράφια. Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος τα σκίτσα του και εγώ τα κείμενά μου. Όλα έγιναν μέσα σε μερικές ημέρες. Και ο τίτλος σε δύο λεπτά βγήκε. Σχεδόν μαζί τον είπαμε. «Αυτό που ζούμε».
Πριν από δύο χρόνια σκεφτόμουν αλλιώς τα πράγματα. Ήθελα να γράψω για την εξαφάνιση των συνεργείων. Δεν ξέρω αν το έχετε σκεφτεί ποτέ, αλλά χάθηκαν οι μάστορες από τον κόσμο μας. Δεν το λέω συναισθηματικά. Πρακτικό είναι το θέμα. Μια μέρα μου τρύπησε το ποδήλατο και πήγα να κολλήσω τη σαμπρέλα. «Δεν τις κολλάμε πια, τις πετάμε», μου είπαν. Και πού πάνε τόσες χιλιάδες σκασμένες σαμπρέλες, σκέφτηκα. Το ίδιο και με το ραδιόφωνο. Μου χάλασε και του είχα αδυναμία. «Πέτα το, δεν το ανοίγω, δεν έχω ανταλλακτικά». Τίποτε πια δεν επισκευάζουμε, όλα τα αντικαθιστούμε. Δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα. Σε όλον τον «δυτικό» κόσμο αυτό κάνουμε.
Και μετά ήθελα να γράψω για τα ψάρια που κλέβουμε οι «Δυτικοί» από τις θάλασσες της Αφρικής, του Νότου γενικότερα. Είχα ακούσει μια ιστορία για ψαράδικα που είναι σαν υπερωκεάνια. Προχωράνε και ρουφάνε. Σαν να περνάνε τη θάλασσα από σουρωτήρι. Και μετά την αφήνουν νεκρή. Αλήθεια, αυτά τα θέματα με απασχολούσαν προτού ξεσπάσει η ελληνική κρίση.
Αυτά ήθελα να γράψω όταν ξεκινούσε το protagon.gr. Αλλά με το που ξεκίνησε το σάιτ δεν πήραμε ανάσα. Κρίση με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Τρόικα, απεργίες, περικοπές, λάθη, δόσεις, μούντζες, αφορισμοί ή μισόλογα. Είναι αξιοθαύμαστη η προσπάθεια των πολιτικών να εφευρίσκουν λέξεις ανάμεσα στο ναι και το όχι. Όπως τα κορίτσια στους σχολικούς μας έρωτες. Δεν έλεγαν «δεν μου αρέσεις», «δεν σε θέλω». Έλεγαν κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ναι, και ως όχι: «Δεν λειτουργώ με αυτόν τον τρόπο». «Δεν είμαι έτοιμη». Έτσι δεν σε έκαναν εχθρό, σε άφηναν να ελπίζεις και μετά, αν τις έφτυνε ο παιδαράς του συστεγαζόμενου λυκείου, γυρνούσαν σε σένα, που άλλωστε ρητά ποτέ δεν σε είχαν απορρίψει. Αλλά μόνο οι πολιτικοί και τα κορίτσια το κάνουν αυτό; Το ίδιο δεν κάνουν και οι δημοσιογράφοι και οι συνδικαλιστές. Οι διανοούμενοι; Το ίδιο δεν κάνουν;
Ήταν βράδυ όταν τηλεφώνησα στον Δημήτρη Χαντζόπουλο. Περπατούσα στο κρύο όταν το σκέφθηκα. Είχαμε να μιλήσουμε μήνες στο τηλέφωνο. «Έλα από το σπίτι». Το γραφείο του ήταν σαν πάγκος ξυλουργού. Με το που το είδα πήρα θάρρος. «Βάζω τα κείμενα, βάζεις τα σκίτσα;». Μήπως και ξαναδούμε λίγο πιο ψύχραιμα αυτό που ζήσαμε, αυτό που ζούμε. Γιατί αν δεν μελετήσουμε τα γεγονότα δεν θα αποκτήσουμε ποτέ αυτογνωσία. Αυτογνωσία! Αυτό που μας λείπει πάντα. Και τι μας περισσεύει; Τα οράματα! Και η λατρεία της ήσσονος προσπάθειας. Εκτός κι αν έχω παρασυρθεί. Και εκείνο που θέλω είναι να έχω και εγώ ένα πάνινο σακούλι και να μαζεύω αυτά που πάνε να χαθούν, να τα καθαρίζω λίγο και να τα πετάω στο τραπέζι.
ΥΓ: Το κείμενο αυτό είναι σε ένα μεγάλο μέρος του ο πρόλογος του βιβλίου «Αυτό που ζούμε» προσαρμοσμένο στα κυριακάτικα πρωτοσέλιδα της 18ης Ιανουαρίου. Το βιβλίο έχει 60 γελοιογραφίες του Δημήτρη Χαντζόπουλου - του σκιτσογράφου της εφημερίδας «Τα Νέα» - και κείμενα δικά μου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποταμός»
πηγή: protagon.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου