της Αγγελικής Κοσμοπούλου
Η γενιά μου δεν έχει σχέση με την πολιτική. Εξαιρώντας όσους έμπλεξαν με τις άνευρες φοιτητικές νεολαίες, τις συσπειρώσεις και τα κάθε λογής πανεπιστημιακά μορφώματα, οι υπόλοιποι φτάσαμε τη ζωή μας ως εδώ, περί τα 40 δηλαδή, χωρίς να έχουμε πολλά-πολλά μαζί της. Ναι, ψηφίσαμε σε εκλογές, ενδεχομένως πανηγυρίσαμε κάποια νίκη του κόμματός μας – συχνά με όρους ποδοσφαιρικούς – κι εμπιστευτήκαμε πολιτικούς που κάποτε μας ενέπνευσαν.
Ωστόσο, αντιμετωπίσαμε την πολιτική περισσότερο σαν πεδίο για κριτική και λιγότερο σαν ευκαιρία για συμμετοχή, περισσότερο σαν μια αφορμή για σχολιασμό και λιγότερο σαν μια διεργασία που είχε θέση για εμάς. Προτιμήσαμε να γκρινιάξουμε στο δικό μας γνώριμο και ασφαλές περιβάλλον, παρά να χαρτογραφήσουμε το άγνωστο. Οι πιο πολλοί δεν κατεβήκαμε ποτέ στο δρόμο για να διαμαρτυρηθούμε για όσα μας αφορούν. Δεν συζητήσαμε στα φανερά ό,τι μας πονά, γιατί ο τρόπος που μάθαμε να ζούμε – το στρεβλό lifestyle της δεκαετίας του ’90 – δεν άφηνε περιθώρια να δείξουμε αδυναμίες. Επέτασσε ατσαλάκωτες εικόνες.
Κάτι άρχισε να αλλάζει τον Δεκέμβριο του 2008, με τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, κι έπειτα την άνοιξη του 2010, σ΄εκείνη την πρώτη μεγάλη αθηναϊκή πορεία με τα επεισόδια στη MARFIN. Το σοκ της απώλειας μας έκανε να καταλάβουμε πως υπήρχαν μέσα μας σπαράγματα μιας συλλογικής θλίψης μαζεμένης στα χρόνια, ίσως ουδέποτε αναγνωρισμένης σαν κάτι δικό μας. Κλάψαμε και θυμώσαμε. Κι έπειτα αρχίσαμε να συζητάμε. Να μοιραζόμαστε διαφωνίες και να παραδεχόμαστε τις ήττες μας. Να μιλάμε ανοιχτά για τους φόβους μας. Να βγάζουμε στο φως τον τσαλακωμένο εαυτό μας, αντί για την εθιστική επίφαση της δύναμης που μας γαλούχησε. Να είμαστε λίγο πιο αυθεντικοί, λίγο πιο θλιμμένοι. Κάτι άλλαξε τη ματιά μας στα πράγματα, κάτι μετακίνησε τη σκέψη μας. Την άνοιξη του ’11 κατεβήκαμε στις πλατείες για να συναντηθούμε, να μιλήσουμε ή, απλώς, να πάρουμε μυρωδιά απ΄ το καινούργιο. Κάποιοι μείναμε κι άλλοι φύγαμε -μα οι περισσότεροι τουλάχιστον φτάσαμε ως εκεί, για να δούμε. Αρχίσαμε να μιλάμε για δυσκολίες και απώλειες, όχι μόνον για επιτυχίες και επιτεύγματα. Να αγωνιούμε φωναχτά, αντί να καμωνόμαστε πως όλα πηγαίνουν καλά. Να αποδομούμε τη ζωή αντί να βάζουμε μόνον τα καλά μας. Ανεπαισθήτως, ίσως βίαια, πολιτικοποιηθήκαμε. Όχι με όρους παραδοσιακά πολιτικούς, συντεταγμένοι με σχήματα και πρόσωπα, μα δίνοντας στη ζωή μας χώρο για τα κοινά. Οι κουβέντες μας – στις διακοπές, στις παρέες, στους ηλεκτρονικούς τοίχους των νέων μέσων – μπολιάστηκαν με τις έγνοιες μας. Μαζί μ΄εμάς, αρχίσαμε να νοιαζόμαστε λίγο για τον άλλο. Να καταλαβαίνουμε πως οι φωνές μας, αν αθροιστούν, θα δυναμώσουν και θα ακουστούν. Και να πιστεύουμε πως για να αλλάξει κάτι, πρέπει κάτι να κάνουμε κι εμείς. Για να αλλάξει η Ελλάδα, πρέπει να πάψουμε να παρατηρούμε αμήχανα και να εισφέρουμε κάτι δικό μας, μεγάλο ή μικρό. Για να φτιάξουμε το καινούργιο, πρέπει να δώσουμε οβολό απ΄τα ταλέντα μας. «Της Ελλάδος αδικουμένης, αισχρόν το σιγάν..», γράφει ο Θουκυδίδης. Και η γενιά μου εσίγησε ήδη αρκετά..
πηγή: protagon.gr
Η γενιά μου δεν έχει σχέση με την πολιτική. Εξαιρώντας όσους έμπλεξαν με τις άνευρες φοιτητικές νεολαίες, τις συσπειρώσεις και τα κάθε λογής πανεπιστημιακά μορφώματα, οι υπόλοιποι φτάσαμε τη ζωή μας ως εδώ, περί τα 40 δηλαδή, χωρίς να έχουμε πολλά-πολλά μαζί της. Ναι, ψηφίσαμε σε εκλογές, ενδεχομένως πανηγυρίσαμε κάποια νίκη του κόμματός μας – συχνά με όρους ποδοσφαιρικούς – κι εμπιστευτήκαμε πολιτικούς που κάποτε μας ενέπνευσαν.
Ωστόσο, αντιμετωπίσαμε την πολιτική περισσότερο σαν πεδίο για κριτική και λιγότερο σαν ευκαιρία για συμμετοχή, περισσότερο σαν μια αφορμή για σχολιασμό και λιγότερο σαν μια διεργασία που είχε θέση για εμάς. Προτιμήσαμε να γκρινιάξουμε στο δικό μας γνώριμο και ασφαλές περιβάλλον, παρά να χαρτογραφήσουμε το άγνωστο. Οι πιο πολλοί δεν κατεβήκαμε ποτέ στο δρόμο για να διαμαρτυρηθούμε για όσα μας αφορούν. Δεν συζητήσαμε στα φανερά ό,τι μας πονά, γιατί ο τρόπος που μάθαμε να ζούμε – το στρεβλό lifestyle της δεκαετίας του ’90 – δεν άφηνε περιθώρια να δείξουμε αδυναμίες. Επέτασσε ατσαλάκωτες εικόνες.
Κάτι άρχισε να αλλάζει τον Δεκέμβριο του 2008, με τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, κι έπειτα την άνοιξη του 2010, σ΄εκείνη την πρώτη μεγάλη αθηναϊκή πορεία με τα επεισόδια στη MARFIN. Το σοκ της απώλειας μας έκανε να καταλάβουμε πως υπήρχαν μέσα μας σπαράγματα μιας συλλογικής θλίψης μαζεμένης στα χρόνια, ίσως ουδέποτε αναγνωρισμένης σαν κάτι δικό μας. Κλάψαμε και θυμώσαμε. Κι έπειτα αρχίσαμε να συζητάμε. Να μοιραζόμαστε διαφωνίες και να παραδεχόμαστε τις ήττες μας. Να μιλάμε ανοιχτά για τους φόβους μας. Να βγάζουμε στο φως τον τσαλακωμένο εαυτό μας, αντί για την εθιστική επίφαση της δύναμης που μας γαλούχησε. Να είμαστε λίγο πιο αυθεντικοί, λίγο πιο θλιμμένοι. Κάτι άλλαξε τη ματιά μας στα πράγματα, κάτι μετακίνησε τη σκέψη μας. Την άνοιξη του ’11 κατεβήκαμε στις πλατείες για να συναντηθούμε, να μιλήσουμε ή, απλώς, να πάρουμε μυρωδιά απ΄ το καινούργιο. Κάποιοι μείναμε κι άλλοι φύγαμε -μα οι περισσότεροι τουλάχιστον φτάσαμε ως εκεί, για να δούμε. Αρχίσαμε να μιλάμε για δυσκολίες και απώλειες, όχι μόνον για επιτυχίες και επιτεύγματα. Να αγωνιούμε φωναχτά, αντί να καμωνόμαστε πως όλα πηγαίνουν καλά. Να αποδομούμε τη ζωή αντί να βάζουμε μόνον τα καλά μας. Ανεπαισθήτως, ίσως βίαια, πολιτικοποιηθήκαμε. Όχι με όρους παραδοσιακά πολιτικούς, συντεταγμένοι με σχήματα και πρόσωπα, μα δίνοντας στη ζωή μας χώρο για τα κοινά. Οι κουβέντες μας – στις διακοπές, στις παρέες, στους ηλεκτρονικούς τοίχους των νέων μέσων – μπολιάστηκαν με τις έγνοιες μας. Μαζί μ΄εμάς, αρχίσαμε να νοιαζόμαστε λίγο για τον άλλο. Να καταλαβαίνουμε πως οι φωνές μας, αν αθροιστούν, θα δυναμώσουν και θα ακουστούν. Και να πιστεύουμε πως για να αλλάξει κάτι, πρέπει κάτι να κάνουμε κι εμείς. Για να αλλάξει η Ελλάδα, πρέπει να πάψουμε να παρατηρούμε αμήχανα και να εισφέρουμε κάτι δικό μας, μεγάλο ή μικρό. Για να φτιάξουμε το καινούργιο, πρέπει να δώσουμε οβολό απ΄τα ταλέντα μας. «Της Ελλάδος αδικουμένης, αισχρόν το σιγάν..», γράφει ο Θουκυδίδης. Και η γενιά μου εσίγησε ήδη αρκετά..
πηγή: protagon.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου