“Εξόριστε, ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε τι βλέπεις;” (Οδ. Ελύτης)
Το ερώτημα στις μέρες μας, δεν ξέρω σε ποιόν να το απευθύνω. Γιατί θαρρώ πως σίγησαν οι φωνές, όταν πλήθυναν οι κραυγές. Έγιναν στ’ αυτιά μας βουητό, που ολοένα και καταπίνει τη σκέψη.
Είναι τέτοια η εποχή -μου έλεγε ο φίλος μου ο ποιητής- που δεν μπορείς μ ένα στίχο, με μια φράση, με μια εικόνα να βάλεις σε κίνηση τη σκέψη.
Με τις κραυγές τίποτα πια δεν διαπερνά τα τύμπανα των αυτιών, που γανώθηκαν μέσα στη βουή της μέρας.
Ακόμη κι όταν θα ‘χει σταματήσει ο κατακλυσμός και τα νερά θα έχουν υποχωρήσει, δεν θα υπάρχει περιστέρι που θα μας φέρει το μήνυμα για να βγούμε από τα λαγούμια και τις στοές των στεναγμών.
Δεν θα πω ότι τα περιστέρια τα σκότωσαν οι τελευταίοι πιτσιρικάδες που ενηλικιώθηκαν μέσα σε μια νύχτα. Θα πω όμως, ότι αυτή τη φορά, η παιδική αθωότητα σκοτώθηκε, όταν βάφτισε όλα τα περιστέρια κοράκια. Κι εμείς δεν αντιδράσαμε.
Μα πάλι ποιητές δεν υπάρχουν, εκεί στα σκοτεινά;
Τι να σου πει κανείς με λέξεις, όταν το μαχαίρι στριφογυρίζει στο στομάχι, όταν η ζωή σε απειλεί, κρατώντας κόκκινα φλάμπουρα.
Αντισταθείτε, λέει, αν και τώρα πια όλοι γνωρίζουμε πως κι οι πιο ψύχραιμοι, μόνο “ανάπηρη δημοκρατία” μπορούν να υποσχεθούν.
Οι ποιητές, σε πλήρη σύγχυση, ονειρεύονται την εποχή που υπήρχαν σύνορα και όρια και ακριβή λεξικά. Έτσι μπορούσαν να συνεννοηθούν κάποτε. Μα τώρα, αν μιλήσουν όπως παλιά, κινδυνεύουν να τους “μαζέψουν” σε κάποια πλατεία, ως “απροσάρμοστους” που εν αγνοία τους θα “βλάψουν “ τον πληθυσμό, γιατί ακόμη, ναι ακόμη, υπάρχει ο φόβος μετάδοσης της νόσου της ελπίδας.
Γι’ αυτό -μου λέει ο φίλος μου ο ποιητής- όλοι ντρεπόμαστε να πούμε πως είναι αργά να μιλήσουμε τώρα, γιατί σιωπούσαμε τότε.
Και απ’ την άλλη, ποιος θα ομολογήσει πως λιγουλάκι μπολιάστηκε από την επιδίωξη του ευδαιμονισμού και χάθηκε ανάμεσα στις λέξεις και στη διεκδίκηση μιας χορηγίας;
Ποιος θα ομολογήσει ότι πλέον η αλήθεια ανήκει σ΄αυτόν που κραυγάζει περισσότερο, ή σ΄αυτόν που εγκληματεί χωρίς δισταγμό κι ύστερα σου εμφανίζεται ως ο σωτήρας των καιρών, των ψυχών και των ονείρων. Μόνος τόλμησε να κρατήσει αυτός το όπλο. Δοξάστε τον, καθώς στριφογυρίζει το μαχαίρι και τεμαχίζει όνειρα, σκέψεις, οράματα και προσδοκίες.
Θα αναδειχθεί και πάλι από τις κάλπες της νέας διακυβέρνησης των ψυχών μας. Ωραίος σαν ψέμα, αλώβητος σαν ήρωας, αμετανόητος σαν μάρτυρας.
Ομολογώ, λοιπόν, πως δεν κινδυνεύω γιατί πιστεύω πως μόνο η απελπισία μπορεί να γεννήσει πια, ακόμη και τέρατα, αλλά θα γεννήσει.
Υ.Γ. Προσεύχομαι: “Βοήθα, καλέ μου, μη φαγωθούμε μεταξύ μας”… (Κ. Χ. Μύρης)
πηγή: aixmi.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου